ΚΡΗΤΗ

ΚΡΗΤΗ

Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου 2012

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΜΟΥ «Η ΚΡΗΤΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ»

Η συνωμοσία του Σήφη Βλαστού

Μετά την καταστολή της επανάστασης των Καλλεργών ακολούθησε μια μακρά περίοδος εσωτερικής ηρεμίας στο νησί. Οι συνθήκες ήταν εξαιρετικά ευνοϊκές για την οικονομική ευημερία και την πρόοδο γενικότερα. Στο πρώτο ήμισυ του 15ου αιώνα αυξήθηκε το εξαγωγικό εμπόριο της Κρήτης και έτσι μπορούμε να κάνουμε λόγο για μια εποχή ευδαιμονίας.
Λίγους μήνες μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως (1453) οργανώθηκε ένα κίνημα, γνωστό ως «Συνωμοσία του Σήφη Βλαστού», στο Ρέθυμνο. Η Κρήτη ήταν το μοναδικό μέρος, όπου η βυζαντινή αυτοκρατορική ιδέα παρέμεινε ζωντανή. Οι πολυάριθμοι πρόσφυγες από την Κωνσταντινούπολη ενίσχυσαν περισσότερο την ιδεολογία αυτή, αναπολώντας το χαμένο μεγαλείο της αυτοκρατορικής πρωτεύουσας. Επίσης, ο ορθόδοξος κλήρος της Κρήτης αντιδρούσε στις ενωτικές αποφάσεις της συνόδου Φερράρας-Φλωρεντίας. Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες η ιδέα για την αναβίωση της πάλαι ποτέ κραταιής βυζαντινής αυτοκρατορίας ενισχύθηκε, με κέντρο πια την Κρήτη. Η ανεδαφική αυτή θεώρηση της βυζαντινής ιδεολογίας γέννησε μια συνωμοτική κίνηση, της οποίας ψυχή υπήρξε ο Σήφης Βλαστός από την οικογένεια των Βλαστών του Ρεθύμνου. Ήταν ένας άνθρωπος με δυνατή προσωπικότητα και ευρεία επιβολή στην τοπική κοινωνία. Συνεργάτες του Βλαστού ήταν ο παπάς Μανασσής Αρκολέος και ο Λεοντάκιος Τρουλινός από το Ρέθυμνο, ο παπάς Παύλος Καλύβας και ο Γεώργιος Καλλέργης από τα Χανιά. Το κίνημα αυτό εν γένει θα μπορούσε να θεωρηθεί ως διαμαρτυρία εναντίον της κυρίαρχης Βενετίας που είχε υιοθετήσει την επιβολή της Ένωσης των Εκκλησιών.
Το κίνημα όμως του Βλαστού καταπνίγηκε προτού προλάβει να εκδηλωθεί. Τα σχέδια του Βλαστού προδόθηκαν από έναν Βενετό και έναν ορθόδοξο ιερέα. Οι Βενετοί συνέλαβαν τους πρωταγωνιστές του κινήματος και τους θανάτωσαν με βασανιστήρια τον Αύγουστο του 1454. Με μέτρα τρομοκρατίας και δελεαστικές αμοιβές εξάρθρωσαν όλο το δίκτυο της συνωμοτικής αυτής κίνησης.
Επίσης, οι Βενετοί επιτέθηκαν με μένος και χαρακτηριστικό πάθος κατά του ορθοδόξου κλήρου του νησιού, τον οποίο θεωρούσαν τον κατ’ εξοχήν εχθρό της κυριαρχίας τους. Από τους 39 συνωμότες που επικηρύχθηκαν οι 10 ήταν ιερείς. Ακόμη απαγορεύθηκε για πέντε χρόνια η χειροτονία ιερωμένων.
Μια νέα συνωμοτική κίνηση αναδύθηκε στο Ρέθυμνο το 1460, αλλά και αυτή είχε άσχημο τέλος. Αναμεμιγμένοι ήταν ο πρωτοπαπάς του Ρεθύμνου Πέτρος Τζαγκαρόπουλος, όπως και πρόσφυγες από τον ελλαδικό χώρο. Η συνωμοσία γνωστοποιήθηκε στους Βενετούς από έναν Εβραίο, τον Δαβίδ Μαυρογόνατο. Βεβαίως, υπήρξαν και Έλληνες καταδότες, όπως ο Ιωάννης Λίμας, σταθερός συνεργάτης των Βενετών. Έτσι οι βενετικές αρχές με σύντονες ενέργειες συνέλαβαν και θανάτωσαν τους παράνομους συνωμότες. Ιδιαίτερη και εξέχουσα θέση ανάμεσα σ’ αυτούς είχε ο Ρεθυμνιώτης Ιωάννης Γαβαλάς.
Με την εξύφανση των δύο παραπάνω συνωμοτικών κινήσεων, η Βενετία ακολούθησε μία σκληρότερη θρησκευτική πολιτική υποστηρίζοντας παράλληλα την παπική προπαγάνδα στο νησί. Με θέσπισμα της μητρόπολης απαγορεύθηκε η προβολή κάθε στοιχείου της ορθοδοξίας στο νησί.

2.13. Η επανάσταση του Γεωργίου Καντανολέου ή Λυσσογιώργη

Η ύστατη επαναστατική προσπάθεια των Κρητικών επί Βενετοκρατίας είναι η επανάσταση του Γεωργίου Καντανολέου ή Λυσσογιώργη. Το κίνημα αυτό συναίρεσε στους κόλπους του τις αντιδράσεις των αγροτοποιμενικών πληθυσμών της δυτικής Κρήτης στις φορολογικές καταπιέσεις και στις διαφόρων ειδών αυθαιρεσίες των Βενετών. Ένα μάλλον βέβαιο ενδεχόμενο ήταν ότι το κίνημα θα έπαιρνε εθνικό χαρακτήρα, που δεν κατάφερε να εκδηλωθεί.
Στα 1523 στα Κεραμειά των Χανίων σημειώθηκε ανταρσία με 600 ενόπλους. Το κίνημα απλώθηκε στην περιοχή των Σφακίων, του Σελίνου και της ορεινής Κυδωνίας. Οι βενετικές αρχές προσπάθησαν να επαναφέρουν την τάξη απειλώντας και εκφοβίζοντας τους επαναστάτες. Τα πράγματα οδηγήθηκαν στην ένοπλη σύγκρουση τον Οκτώβριο του 1527. Το αποτέλεσμα ήταν ότι σε ένα μήνα μέσα κατάφεραν οι Βενετοί να καταστείλουν την επανάσταση.
Η αντεκδίκηση των Βενετών ήταν αστραπιαία. Τα χωριά των Χανίων Κεραμειά, Αλίκαμπος, Μεσκλά και Λάκκοι καταστράφηκαν ολοσχερώς. Όσοι κατάφεραν να διαφύγουν στα ορεινά κρησφύγετα, επικηρύχθηκαν. Ο Γεώργιος Καντανολέος επικηρύχθηκε με το ποσό των 1.000 υπερπύρων και έτσι συνελήφθη με προδοσία. Πολλοί κάτοικοι των επαναστατημένων χωριών εξορίστηκαν και απαγορεύθηκε η εγκατάσταση νέων. Μια χαρακτηριστική περίπτωση ήταν η οικογένεια των Κόντων, που 1.050 μέλη της ακολούθησαν τον δρόμο της εξορίας για τα νησιά του Αιγαίου και την Κύπρο. Αξιοσημείωτο είναι ότι ο Γενικός Προβλεπτής Κρήτης Φίλιππος Πασκουαλίγκο αναφέρει σε έκθεσή του το 1594 τις οικογένειες που θεωρούσαν οι Βενετοί επικίνδυνες για τη δημόσια ασφάλεια: οι Κόντοι από τον Αλίκαμπο, οι Καντανολέοι από το Κουστογέρακο, οι Μουσούροι από τον Ομαλό κ.ά.

Η επανάσταση των Καλλεργών. Απόσπασμα από το ανέκδοτο βιβλίο μου «Η Κρητική Αντίσταση»

2.11. Η επανάσταση των Καλλεργών

Οι επικηρυχθέντες Καλλέργηδες κατέφυγαν στην επανάσταση, ενώ δεν είχε κατασταλεί ακόμη η αποστασία του Αγίου Τίτου. Με το μέρος τους πήγαν οι αδελφοί Τίτος και Θεοδωρέλλος Βενιέρ, οι αδελφοί Αντώνιος και Φραγκίσκος Γραδενίγοι, ο Ιωάννης Μολίνος, ο Μάρκος Βονάλες και άλλοι πολλοί. Η επανάσταση αυτή, γνωστή και ως επανάσταση των Καλλεργών, ξεκίνησε τον Αύγουστο 1364 στον Μυλοπόταμο και επεκτάθηκε γρήγορα και στην υπόλοιπη Κρήτη. Οι Καλλέργηδες, αφού συγκέντρωσαν πολλούς οπαδούς τους, οχύρωσαν κάποια χωριά για να τα χρησιμοποιούν ως ορμητήρια. Οι επαναστάτες πολέμησαν έχοντας ως σύμβολό τους τη σημαία του Βυζαντίου, προσδίδοντας έτσι στον αγώνα τους έναν εθνικό χαρακτήρα. Ο Ιωάννης Καλλέργης επιτέθηκε εναντίον του χωριού Άγιος Μύρωνας και αιχμαλώτισε τον Ανδρέα Πανταλέον και τρεις ακόμα Βενετούς φεουδάρχες. Επίσης, πολιόρκησε το φρούριο Μαλεβίζι και σκότωσε τον καστελλάνο Νικόλαο Δάνδολο.
Εναντίον των επαναστατών κινήθηκε από τον Χάνδακα ο Προβλεπτής Νικόλαος Ιουστινιάνης και ο Λουδοβίκος Δαμολίνος. Απώθησαν τους επαναστάτες και πυρπόλησαν τον Άγιο Μύρωνα. Μετά από αυτά, οι επαναστάτες κατέφθασαν στην περιοχή του κάστρου του Καινουργίου (Castel Nuovo) και άρχισαν να φονεύουν Εβραίους και Λατίνους. Οι Λατίνοι, αφού κατέφυγαν μέσα στο φρούριο, ξεκίνησαν να αμύνονται σθεναρά, έως ότου έφθασε ο Προβλεπτής Πέτρος Τριβιζάνος και εξεδίωξε τους επαναστάτες. Επίσης, στην πόλη του Ρεθύμνου επιτέθηκαν επαναστατικές ομάδες και κατέκαψαν τις οικίες Βενετών έξω από την πόλη. Σε λίγο χρόνο ολόκληρη η δυτική Κρήτη ελεγχόταν από τους επαναστάτες.
Η Βενετία αντέδρασε αποφασιστικά και δυναμικά. Ο πάπας κήρυξε τον πόλεμο εναντίον των επαναστατών ιερό και έδωσε την άδεια να διεξαχθεί στρατολόγηση Τούρκων μισθοφόρων στην Μικρά Ασία. Στο νησί έφθασαν ισχυρές δυνάμεις με πέντε Προβλεπτές, που είχαν απόλυτες εξουσίες.
Οι επαναστάτες κατάφεραν να εξεγείρουν την ανατολική Κρήτη και να χρησιμοποιήσουν το οροπέδιο του Λασιθίου ως ορμητήριο. Θέλησαν να μεταδώσουν το κίνημα και στην επαρχία της Σητείας. Προτού όμως φθάσουν στο Λασίθι δέχθηκαν επίθεση κοντά στο χωριό Έμπαρος από τον Προβλεπτή Νικόλαο Ιουστινιάνη ο οποίος τους κατανίκησε και φόνευσε 40 από αυτούς. Οι υπόλοιποι διασώθηκαν στο Λασίθι. Από εκεί προσπάθησαν ξανά να εξεγείρουν την ανατολική Κρήτη, αλλά ο Βενετός φεουδάρχης, Φραγκίσκος Καραβέλλος, εστάλη εναντίον τους και ματαίωσε τα σχέδιά τους. Επιστρέφοντας από το Λασίθι, οι επαναστάτες πυρπόλησαν το προάστιο του φρουρίου Ριζοκάστρου (Belveder). Ύστερα κινήθηκαν κατά του φρουρίου Μαλεβιζίου (Malvicino = ο κακός γείτονας), το οποίο οι Βενετοί επισκεύαζαν. Όμως η σταθμεύουσα εκεί βενετική φρουρά τους απέκρουσε.
Τον Μάρτιο του 1365 ήλθαν στην Κρήτη πέντε καινούργιοι Προβλεπτές με απόλυτη ελευθερία κινήσεων. Στρατολόγησαν μισθοφόρους και αγόρασαν άλογα από την Τουρκία. Οι επαναστάτες όμως δεν κάμφθηκαν καθόλου. Αφού η επίθεση στο κάστρο του Μαλεβιζίου απέβη άκαρπος, επιτέθηκαν στο προάστειο της πόλης των Χανίων, όπου κατέκαψαν τις οικίες των Βενετών.
Υπό την αρχηγία του Τίτου Βενιέρ και του Φραγκίσκου Γραδενίγου 2.500 άνδρες έφθασαν κοντά στον Χάνδακα και κατέλαβαν τα κοντινά χωριά, όπως τον Άγιο Θωμά, το Αξέντι κ.ά. Εκεί τους επιτέθηκε ο Προβλεπτής Ιάκωβος Μπραγαντίν με δύναμη 500 ιππέων και 1.500 πεζών. Στην μάχη που ακολούθησε, νίκησαν οι Βενετοί. Όσοι από τους επαναστάτες συνελήφθησαν αιχμάλωτοι απαγχονίσθηκαν αμέσως. Κατόπιν τα χωριά παραδόθηκαν στις φλόγες.
Τα γειτονεύοντα προς το Λασίθι χωριά, Ξειδάς, Κασταμονίτσα, Αμαριανό, Ασκοί και Άγιος Γεώργιος, όπως και άλλα μικρότερα, επαναστάτησαν με αρχηγούς τον Κώστα Μελαχρινό και τον Καλόγηρο Φορνάρη. Οι κάτοικοι έφυγαν με την κινητή τους περιουσία στο Λασίθι, όπου ήλθαν για υποστήριξη ο Ιωάννης Καλλέργης, ο Τίτος και Θεοδωρέλλος Βενιέροι και οι δύο Γραδενίγοι. Αφού οχυρώθηκαν εκεί, χρησιμοποίησαν το μέρος ως ορμητήριο για τις μελλοντικές επιχειρήσεις. Το παράδειγμά τους ακολούθησαν και οι κάτοικοι των ανατολικών επαρχιών, οι οποίοι κατέφυγαν και αυτοί στο Λασίθι. Με την συγκέντρωση τόσων δυνάμεων, οι επαναστάτες ξεκίνησαν επιδρομές οι οποίες έφτασαν μέχρι και τα περίχωρα του Χάνδακα. Οι λεηλασίες και οι καταστροφές των περιουσιών των Βενετών δεν είχαν προηγούμενο. Ακόμα και τα σπίτια τους κατεδαφίζονταν από τους μανιασμένους επαναστάτες. Ο Προβλεπτής Πέτρος Μοτσενίγος, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για την άμυνα των προαστίων, υποχώρησε με τον στρατό του μέσα στον Χάνδακα.
Οι Προβλεπτές, οι οποίοι είχαν στρατολογήσει περίπου 500 Τούρκους μισθοφόρους, ειδοποίησαν την μητρόπολη για την δυσχερέστατη θέση στην οποίαν είχαν περιέλθει, αιτούμενοι στρατό για να καταβάλουν τους επαναστάτες.
Η σιτοδεία όμως του 1365 έκαμψε το αγωνιστικό φρόνημα των επαναστατών και υπήρξε η αιτία για διαμάχες ανάμεσα στους αρχηγούς. Οι Βενετοί, εκμεταλλευόμενοι την κακή κατάσταση, συνέλαβαν τους Βενετούς αρχηγούς της επανάστασης, με προδοσία, τους οποίους θανάτωσαν με φοβερά βασανιστήρια. Ο Τίτος Βενιέρ κατάφερε να δραπετεύσει από την Κρήτη και να σωθεί. Οι ανατολικές επαρχίες δήλωσαν υποταγή.
Ο πυρήνας της επανάστασης διατηρήθηκε ζωντανός μόνο στα Σφακιά, όπου εκεί κατέφυγαν οι Καλλέργηδες. Τον Απρίλιο του 1367 ο Προβλεπτής Ιουστινιάνης πέρασε τα βουνά των Σφακίων και έφθασε στην Ανώπολη, όπου εκεί κρίθηκε οριστικά η επανάσταση με τη σύλληψη των Καλλεργών ύστερα από προδοσία. Ο Γεώργιος Καλλέργης αποκεφαλίσθηκε στα Χανιά και ο Ιωάννης θανατώθηκε στον Χάνδακα. Μεταξύ των αιχμαλωτισθέντων ήταν και η σύζυγος και οι γιοι του Ιωάννη Καλλέργη, Αλέξιος και Λέων, οι οποίοι εστάλησαν στην Βενετία και καταδικάσθηκαν σε ισόβια κάθειρξη.
Οι Βενετοί εκδικήθηκαν με τρόπο φρικτό. Όλοι οι αρχηγοί της επανάστασης που συνελήφθησαν εκτελέστηκαν. Ο Άνθιμος, πρώην μητροπολίτης Αθηνών και Πρόεδρος Κρήτης, φυλακίστηκε και πέθανε από τις κακουχίες το 1371. Ο Προβλεπτής Ιουστινιάνη σε αναφορά του προς την μητρόπολη έγραψε ότι οι Κρητικοί δεν είχαν πια αρχηγούς για να συνεχίσουν την επανάσταση. Επίσης, διατάχθηκε από τους Βενετούς να εκκενωθούν η Ελεύθερνα Μυλοποτάμου, το Λασίθι και η Ανώπολη Σφακίων, ώστε να μην αποτελέσουν ξανά ορμητήρια των επαναστατών.
Με την επανάσταση αυτή των Καλλέργηδων τερματίζεται οριστικά η περίοδος των μεγάλων κρητικών επαναστάσεων. Οι Βενετοί πια δεν έκαναν λόγο για «ανοικτό πόλεμο» στην Κρήτη. Οι Κρητικοί, κατά κάποιο τρόπο, έδειχναν να είχαν κουραστεί από τον συνεχόμενο αγώνα τους εναντίον ενός αντιπάλου που υπερείχε κατά πολύ σε υλικά μέσα. Επίσης, μετά την πτώση της Κωνσταντινουπόλεως οι Κρητικοί έχασαν και την τελευταία τους ελπίδα για σύνδεση με το εθνικό κέντρο. Οι μετέπειτα επαναστάσεις είναι κινήματα μικρής κλίμακας, τοπικής εμβέλειας και περιορισμένου χαρακτήρα.

Δευτέρα 1 Νοεμβρίου 2010

Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821 ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ

2. Η επανάσταση του 1821-1830

Η επανάσταση στην Κρήτη ήταν ένα μοναδικό φαινόμενο σε όλη την ιστορία του ελληνισμού. Η Κρήτη επαναστάτησε κατά της οθωμανικής κυριαρχίας με μοναδικό ακατανίκητο όπλο την ελληνική συνείδηση των κατοίκων, τη ζωτικότητά τους και την ασυγκράτητη οργή κατά του βαρβάρου δυνάστου.
Ήταν δύσκολη η έκρηξη της επανάστασης στην Κρήτη, αμέσως μετά την επανάσταση στην Πελοπόννησο τον ίδιο καιρό. Η παντελής έλλειψη όπλων και εφοδίων, η μεγάλη αναλογία του τουρκικού πληθυσμού και η αγριότητά του ήταν ανασταλτικοί παράγοντες για να παρθεί η απόφαση από τους κατά τόπους οπλαρχηγούς να επαναστατήσουν.
Οι τουρκικές αρχές όμως είχαν εντείνει την επιτήρησή τους, μετά την έκρηξη του κινήματος στην Πελοπόννησο. Μόλις ξέσπασε η επανάσταση στην Πελοπόννησο, διατάχθηκε ο μητροπολίτης Γεράσιμος Παρδάλης από την τουρκική διοίκηση να καλέσει στον Χάνδακα όλους τους επισκόπους του νησιού, μάλλον για να κρατηθούν ως όμηροι. Ο μητροπολίτης, μην μπορώντας να πράξει διαφορετικά, έστειλε τις σχετικές προσκλήσεις, αλλά παράλληλα ειδοποίησε τους επισκόπους να μην μεταβούν στον Χάνδακα. Ήρθαν πέντε επίσκοποι, που κανένας δεν σώθηκε.
Η επαναστατική δραστηριότητα ξεκίνησε από τα Σφακιά στις αρχές Απριλίου του 1821. Στις 7 Απριλίου στα Γλυκά Νερά Σφακίων έγινε συνέλευση, για να εξεταστούν τα πράγματα στην Κρήτη και να μελετηθεί το ενδεχόμενο της σύμπραξης όλων των επαρχιών στην επανάσταση. Οι Σφακιανοί αναλογίστηκαν και την οδυνηρή εμπειρία του 1770 και ήταν πολύ επιφυλακτικοί. Η συνέλευση επαναλήφθηκε στις 15 Απριλίου 1821 στην Παναγία Θυμιανή. Κατά τη διάρκεια των διαβουλεύσεων ελήφθη η απόφαση για την επανάσταση, αλλά οι πολεμικές επιχειρήσεις άρχισαν στις αρχές Ιουνίου του 1821. Η 14η Ιουνίου 1821 ήταν η επίσημη ημέρα έναρξης του κρητικού αγώνα, όπου την ίδια ημέρα σημειώθηκε και η πρώτη νικηφόρα μάχη στο Λούλο Χανίων.
Οι Τούρκοι όμως από την πλευρά τους δεν έμειναν απαθείς. Στις 19 Ιουνίου 1821 απαγχονίστηκε ο επίσκοπος Κισάμου Μελχισεδέκ Δεσποτάκης και ο επίσκοπος Κυδωνίας Καλλίνικος Σαρπάκης φυλακίστηκε. Οι ηγούμενοι των μοναστηριών σκοτώθηκαν από τα εξαγριωμένα πλήθη μουσουλμάνων. Ομάδα φανατικών μουσουλμάνων εισήλθε στη γυναικεία μονή του Τιμίου Προδρόμου, στις Κορακιές Ακρωτηρίου στα Χανιά, και ατίμασε και έσφαξε όλες τις μοναχές. Οι σφαγές ήταν τόσο άγριες και μέσα στην πόλη των Χανίων, όπου 400 Χριστιανοί χάθηκαν μέσα σε λίγες μέρες.
Τα ίδια γεγονότα συνέβησαν και στο Ρέθυμνο, όπου ο επίσκοπος Γεράσιμος Περδικάρης ή Κοντογιαννάκης φυλακίστηκε υπό άθλιες συνθήκες και τον επόμενο χρόνο απαγχονίστηκε. Οι Τούρκοι ράντισαν με το αίμα της καρδιάς του τις πολεμικές σημαίες για να νικήσουν.
Στον Χάνδακα όμως διαδραματίστηκαν απερίγραπτες βιαιότητες. Ο Σερίφ πασάς του Χάνδακα είχε δώσει την άδεια σε όλον τον τουρκικό πληθυσμό να οπλοφορεί. Στις 23 Ιουνίου 1821 έφθασε στο λιμάνι του Χάνδακα ένα τουρκικό πλοίο, που έφερε την είδηση για τα έκτροπα στην Κωνσταντινούπολη και τον απαγχονισμό του πατριάρχη. Αυτό ήταν και το έναυσμα για τη μεγαλύτερη σφαγή που έγινε ποτέ στην Κρήτη, η οποία έμεινε στη μνήμη του λαού ως «ο μεγάλος αρπεντές». Στις 24 Ιουνίου 1821 οι Τούρκοι σκότωσαν τον μητροπολίτη Γεράσιμο Παρδάλη και τους επισκόπους Κνωσού Νεόφυτο, Χερρονήσου Ιωακείμ, Λάμπης και Σφακίων Ιερόθεο, Σητείας Ζαχαρία και Διοπόλεως Καλλίνικο. Η μητρόπολη λεηλατήθηκε και κάηκε, οι ηγούμενοι των μοναστηριών εκτελέστηκαν και πολλοί άλλοι κληρικοί βρήκαν τραγικό θάνατο. Της συγκεκριμένης μέρας οι νεκροί στον Χάνδακα ανήλθαν σε 800, συνυπολογιζομένων και αυτών στα περίχωρα της πόλης. Τα έντονα διαβήματα των υποπροξένων της Αγγλίας και της Γαλλίας συγκράτησαν τους Τούρκους και έσωσαν τους κατοίκους του Μεγάλου Κάστρου από τον γενικευμένο όλεθρο.
Ανάλογα γεγονότα έγιναν και στην ανατολική Κρήτη. Τον επίσκοπο Πέτρας Ιωακείμ τον έσφαξαν οι Τούρκοι του χωριού Χουμεριάκο. Η μονή Τοπλού στη Σητεία λεηλατήθηκε και πολλοί μοναχοί εσφάγησαν από τους εξαγριωμένους μουσουλμάνους.
Η επανάσταση λοιπόν είχε φυσικό ορμητήριο τα Σφακιά. Από εκεί εξαπλώθηκε ταχύτατα σε όλη τη δυτική Κρήτη. Οι Τούρκοι επεχείρησαν να διαλύσουν τα επαναστατικά κέντρα στα ορεινά χωριά της Κυδωνίας και του Αποκόρωνα, για να κινηθούν προς τα χωριά των Σφακίων. Άγριες μάχες έγιναν το καλοκαίρι του 1821 στα Κεραμειά, στη Μαλάξα και στον Αποκόρωνα. Επικεφαλής των επαναστατών ήταν οι οπλαρχηγοί Α. Παναγιώτου και Γεώργιος Δασκαλάκης, ο Σήφακας από τον Αποκόρωνα και οι αδελφοί Ιωάννης και Βασίλειος Χάλης από το χωριό Θέρισο Χανίων. Όλες οι προσπάθειες των Τούρκων απέτυχαν. Μια σημαντική νίκη σημείωσαν οι Κρήτες στις 15 Ιουνίου 1821 στους Λάκκους Κυδωνίας. Ο Λατίφ πασάς των Χανίων με 5.000 άνδρες ηττήθηκε και ο στρατός του διασκορπίστηκε, καθώς προσπαθούσε να καταλάβει το Θέρισο. Οι Τούρκοι, υποχωρώντας, εγκατέλειψαν τον οπλισμό και τα πυρομαχικά τους, πολύτιμα λάφυρα στα χέρια των επαναστατών.
Στην περιοχή του Ρεθύμνου ένα τουρκικό εκστρατευτικό σώμα επεχείρησε να κινηθεί προς τα Σφακιά, αλλά δέχθηκε επίθεση στο χωριό Ρούστικα από τους ρεθυμνιώτες οπλαρχηγούς Αναγνώστη και Πέτρο Μανουσέλη, Δεληγιαννάκη, Αντ. Χελιδόνη, Γ. Τσουδερό και αποδεκατίστηκε. Οι αρχηγοί των Τούρκων Γλυμίδης και Κουντούρης σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια των μαχών. Την ίδια μέρα οι οπλαρχηγοί Ρούσος Βουρδουμπάς, Β. Κουρμούλης, Γ. Τσουδερός, Πωλογιώργης και Μελιδόνης απέκρουσαν επιτυχώς επίθεση των Τούρκων από τη σημερινή επαρχία Αμαρίου στη θέση Άγ. Ιωάννης ο Καημένος. Από τα όπλα που άφησαν πίσω οι τρομοκρατημένοι Τούρκοι οπλίστηκαν πολλοί επαναστάτες.
Στην ανατολική Κρήτη η επανάσταση εκδηλώθηκε λίγες μέρες αργότερα. Στην περιοχή του Ηρακλείου η επανάσταση ξεκίνησε από τη Μεσαρά, με κύριο εμψυχωτή και διοργανωτή τον επιφανή κρυπτοχριστιανό Μιχαήλ Κουρμούλη.
Πρωταρχικός στόχος των Τούρκων ήταν να καταστραφούν τα Σφακιά, για να καταστείλουν έτσι την επανάσταση. Στα τέλη Ιουλίου 1821 ο Σερίφ πασάς του Ηρακλείου, με την ιδιότητα του αρχιστρατήγου Κρήτης, οργάνωσε μιας μεγάλης κλίμακας εκστρατεία, στην οποία συνέβαλαν και οι άλλοι πασάδες του νησιού. Διοργανώθηκε ένα εκστρατευτικό σώμα 3.500 ανδρών με ιππικό και πυροβολικό, το οποίο ξεκίνησε από το Ηράκλειο. Σταδιακά, κατά τη διάρκεια της πορείας του δέχθηκε και άλλες ενισχύσεις από τους υπόλοιπους πασάδες και αγάδες, ανερχόμενο έτσι στους 8.000 άνδρες. Οι Κρητικοί αποπειράθηκαν να αναχαιτίσουν τους Τούρκους στην περιοχή του Ρεθύμνου αλλά ηττήθηκαν και πολλοί οπλαρχηγοί σκοτώθηκαν. Ο τουρκικός στρατός ανενόχλητος κατέστρεψε ολοσχερώς τα χωριά του Αποκόρωνα και έφθασε στον κόλπο της Σούδας, όπου ενώθηκε με τον στρατό των Χανίων. Τα θύματα της τουρκικής θηριωδίας στην περιοχή του Αποκόρωνα ξεπέρασαν τις 3.000. Στο Θέρισο κατάφεραν οι επαναστάτες να ανακόψουν την προέλαση των τουρκικών δυνάμεων. Στη μάχη της 19ης Αυγούστου, που έγινε εκεί, οι Τούρκοι είχαν απώλειες 200 άνδρες. Όμως και πολλοί Κρητικοί σκοτώθηκαν.
Οι Σφακιανοί αισθανόμενοι την κρισιμότητα της κατάστασης έκαναν δραματικές εκκλήσεις προς τους άλλους Έλληνες για επείγουσα βοήθεια. Τα αιτήματά τους αφορούσαν πυρομαχικά, όπλα αλλά και πολεμικά πλοία, που κάνοντας την εμφάνισή τους στα κρητικά παράλια, θα εκφόβιζαν τους Τούρκους.
Η βοήθεια δεν κατέφθασε ποτέ και οι Τούρκοι, με επικεφαλής τον Οσμάν πασά του Ρεθύμνου, διείσδυσαν στα Σφακιά στις 29 Αυγούστου 1821. Η επαρχία υπέστη φρικτή λεηλασία και καταστροφή. Οι οπλαρχηγοί στην προσπάθειά τους να σώσουν τον άμαχο πληθυσμό, που είχε συγκεντρωθεί στις παραλίες με την ελπίδα της επιβίβασης σε κάποιο πλοίο, δεν αντέταξαν καμία αντίσταση. Μετά την καταστροφή των Σφακίων οι Τούρκοι επέστρεψαν στην ασφάλεια των φρουρίων τους. Τα φαινόμενα έδειξαν ότι η επανάσταση στην Κρήτη έτεινε να κατασταλεί και οι Τούρκοι επιβεβαίωσαν γι’ αυτό την Υψηλή Πύλη στην Κωνσταντινούπολη.
Παρά ταύτα, η επανάσταση αναζωπυρώθηκε σχετικά γρήγορα. Τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο του 1821 οι επαναστάτες ανασύνταξαν τις δυνάμεις τους και απώθησαν τους Τούρκους από τον Αποκόρωνα και την Κυδωνία με συντονισμένες επιθέσεις. Ενωρίς όμως κατέστη σαφές ότι η επανάσταση δεν θα μπορούσε να είναι επιτυχής αν δεν υπήρχε ενιαία στρατιωτική και πολιτική διοίκηση. Η πολυαρχία, η φιλοδοξία και οι διαμάχες των οπλαρχηγών εμπόδιζαν την κοινή και μεθοδευμένη πολεμική δράση. Η ανάδειξη ενός αρχηγού θα συνέδεε την Κρήτη στενότερα με τις άλλες επαναστατημένες περιοχές του ελληνισμού και θα υποστηριζόταν έτσι λυσιτελέστερα ο κρητικός αγώνας. Οι Κρήτες απευθύνθηκαν στον Δημήτριο Υψηλάντη και του ζήτησαν να διορίσει έναν Γενικό Αρχηγό Κρήτης. Πιο συγκεκριμένα, το σχετικό αίτημα διαβίβασε η «Καγκελαρία Σφακίων», η οποία δεν υπέδειξε κανέναν Κρητικό για την ανάληψη αυτής της θέσης παρά μόνο τον κρυπτοχριστιανό Μιχαήλ Κουρμούλη, πρόταση όμως που δεν βρήκε καμία ανταπόκριση. Ο Δημήτριος Υψηλάντης υπέδειξε τον Αλέξανδρο Καντακουζηνό, ο οποίος όμως δεν αποδέχθηκε την πρόταση. Τότε ο Δημήτριος Υψηλάντης απευθύνθηκε στον Μιχαήλ Κομνηνό Αφεντούλη (ή Αφεντούλιεφ), ο οποίος δέχθηκε πρόθυμα τη θέση αυτή. Ο Αφεντούλης κατέβηκε στο νησί τον Νοέμβριο του 1821 και παρέμεινε έως τον Νοέμβριο του 1822, φέρνοντας τον εντυπωσιακό τίτλο του «Γενικού Επάρχου και Αρχιστρατήγου Κρήτης».
Η επιλογή του Αφεντούλη για τη θέση του Γενικού Διοικητή Κρήτης δεν ήταν η πανάκεια για τα ποικίλα προβλήματα που αντιμετώπιζε η επανάσταση στην Κρήτη. Οι Κρητικοί δεν ήθελαν να τους διοικεί ένας ξένος που δεν γνώριζε καθόλου τον χαρακτήρα και τα προβλήματα του τόπου τους. Η σωματική του δυσμορφία και η γενικά η εξωτερική του εμφάνιση δεν ενέπνεαν καθόλου τον σεβασμό και την εμπιστοσύνη, ενώ η υπεροψία του και ο εγγενής καιροσκοπισμός του τον έκαναν αντιπαθητικό στους περήφανους Κρήτες αγωνιστές. Η θέση του υπονομευόταν ακόμη περισσότερο, λόγω της συνεχούς διαμάχης του με τους Σφακιανούς. Για να ενδυναμώσει τη θέση του ο Αφεντούλης απένειμε κάποιους τίτλους και διακρίσεις σε οπλαρχηγούς, προκειμένου να τους πάρει με το μέρος του. Αυτή η κίνηση απετέλεσε ένα ολέθριο λάθος, γιατί όξυνε τις ήδη υπάρχουσες αντιθέσεις και προκάλεσε βαθειά κρίση στον κρητικό αγώνα.
Η θέση του Αφεντούλη έγινε ακόμη πιο δυσχερής, όταν είχε κάποιες πολεμικές αποτυχίες. Τον Μάρτιο του 1822 πολιόρκησε το Ρέθυμνο, πιστεύοντας ότι θα καταλάβει εύκολα την πόλη. Όμως η πολιορκία απέτυχε και υπήρξαν βαρύτατες απώλειες. Ανάμεσα στους νεκρούς ήταν και ο Γάλλος φιλέλληνας Βαλέστρας. Δύο μήνες αργότερα οι επαναστάτες ηττήθηκαν στην Μαλάξα Χανίων, στις 10 Μαΐου 1822.
Ο Αφεντούλης αναμφισβήτητα οργάνωσε κάπως τις επαναστατικές δραστηριότητες και επί ημερών της αρχή του η επανάσταση εξαπλώθηκε σε όλο το νησί. Επίσης, προσπάθησε να οργανώσει πολιτικά τον αγώνα και να προετοιμάσει ένα σχέδιο πολιτικού Οργανισμού. Για τον σκοπό αυτό κάλεσε τον Πέτρο Ομηρίδη Σκυλίτση, που είχε ήδη αντιπροσωπεύσει το νησί στην Α’ Εθνική Συνέλευση της Επιδαύρου.
Από 11 έως 21 Μαΐου 1822 συγκλήθηκε στους Αρμένους Αποκορώνου Γενική Συνέλευση των Κρητών, για την ψήφιση Προσωρινού Πολιτεύματος και για την ανάδειξη των φροντιστών (υπουργών) του αγώνα. Έλαβαν μέρος 40 εκπρόσωποι των κρητικών επαρχιών, υπό την προεδρία του Πέτρου Ομηρίδη. Ο Ομηρίδης υπήρξε διαλλακτικός και εργάστηκε με ζήλο για την αποκατάσταση της ηρεμίας στο νησί.
Η Γενική Συνέλευση των Κρητών εξέδωσε Προκήρυξη και ψήφισε σχέδιο συντάγματος με τον τίτλο: «Προσωρινὴ Πολιτεία τῆς νήσου Κρήτης». Το σχέδιο αυτό περιλάμβανε 7 μέρη: 1. Περί θρησκείας, 2. Περί γενικών δικαιωμάτων των κατοίκων της νήσου, 3. Περί της περιοχής της νήσου, 4. Περί Διοικήσεως, 5. Περί εκλογής της Διοικήσεως, 6. Περί χρεών και δικαιωμάτων των διοικούντων και 7. Περί γενικής τάξεως και αλληλογραφίας. Η Γενική Συνέλευση των Αρμένων ψήφισε επιπροσθέτως ένα «Σχέδιον προσωρινῆς Διοικήσεως τῆς νήσου Κρήτης», που πρόβλεπε τη διαίρεση του νησιού σε 4 επαρχίες. Μία μέρα μετά την επικύρωση του Προσωρινού Πολιτεύματος, η Γενική Συνέλευση ανακήρυξε με ψήφισμά της Γενικό Έπαρχο τον Αφεντούλη, και προχώρησε στον διορισμό των Γενικών Φροντιστών.
Πρακτικά, όλες οι προαναφερθείσες ρυθμίσεις δεν εφαρμόστηκαν ποτέ συνολικά. Ο Πέτρος Ομηρίδης εγκατέλειψε το νησί, μόλις έγινε γνωστό το γεγονός ότι είχαν αποβιβαστεί οι αιγυπτιακές δυνάμεις στα τέλη Μαΐου 1822, ενώ ο Αφεντούλης παρέμεινε για λίγους μήνες ανίσχυρος.
Επειδή ο σουλτάνος Μαχμούτ Δ’ έβλεπε ότι δεν ήταν δυνατόν να αντιδράσει αποτελεσματικά στην Κρήτη, ζήτησε τη βοήθεια του Μεχμέτ Αλή της Αιγύπτου. Ο τελευταίος αποδέχθηκε την πρόσκληση, γιατί τα μελλοντικά σχέδιά του περιλάμβαναν την Κρήτη στις κτήσεις του. Απέστειλε λοιπόν ισχυρές στρατιωτικές στο νησί, με επικεφαλής τον γαμπρό του, Χασάν πασά. Στις 28 Μαΐου 1822 προσορμίστηκε στο λιμάνι της Σούδας ο αιγυπτιακός στόλος, που αποτελείτο από 30 πολεμικά και 84 φορτηγά πλοία.
Ο Χασάν πασάς δεν χρονοτρίβησε καθόλου. Οι κινήσεις του ήταν ταχύτατες. Στις αρχές Ιουνίου του 1822 επιτέθηκε στην τοποθεσία της Μαλάξας, όπου όμως οι επαναστάτες κράτησαν τις θέσεις τους. Επειδή όμως οι οπλαρχηγοί συνεχώς διαφωνούσαν μεταξύ τους και δεν υπήρχε η επιβαλλομένη πειθαρχία και τάξη, δεν διαγραφόταν καμία ελπίδα αποτελεσματικής αντιμετώπισης του Χασάν πασά στο μέλλον. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, μια επίθεση των Κρητών στα Τσικαλαριά στα Χανιά στις 12 Ιουνίου απέτυχε με τίμημα βαρύτατες απώλειες για τους επαναστάτες. Λόγω συνεχόμενων αποτυχιών οι επαναστάτες αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν σε πιο ασφαλείς θέσεις και έτσι η Μαλάξα πέρασε στα χέρια των Τούρκων στις 13 Ιουνίου 1822.
Το ίδιο χρονικό διάστημα ο Σερίφ πασάς του Χάνδακα επιτέθηκε και ισοπέδωσε τα Ανώγεια, των οποίων οι κάτοικοι βρήκαν καταφύγιο στα όρη. Οι Ανωγειανοί όμως οπλαρχηγοί αντεπιτέθηκαν με σφοδρότητα στο στρατόπεδο του Σερίφ στον Άγιο Μύρωνα (χωριό βορειοδυτικά του σημερινού Ηρακλείου) και επιφέροντας τη σύγχυση, κατάφεραν να παρασύρουν ένα σώμα 350 Τουρκαλβανών στον Κρουσώνα και να το εξοντώσουν εξ ολοκλήρου.
Το καλοκαίρι του 1822 η επανάσταση στην Κρήτη βρισκόταν υπό την απειλή σοβαρότατου κινδύνου. Όλες οι εκκλήσεις που απηύθυνε ο Αφεντούλης για βοήθεια έμειναν αναπάντητες. Ένα αισιόδοξο γεγονός ήταν ότι τον Ιούλιο του 1822 ο Στέφανος Βασιλόπουλος έφερε 900 όπλα, που αγοράστηκαν στην Μασσαλία με χρήματα του Βαρβάκη, και δόθηκαν στις ανατολικές επαρχίες για να αναγεννηθεί η επανάσταση.
Ο Χασάν πασάς από τις πρώτες συγκρούσεις του στρατού του με τους επαναστάτες αντιλήφθηκε ότι η καταστολή της επανάστασης ήταν ένα έργο εξαιρετικά δυσχερές. Αποφάσισε λοιπόν να μεταχειρισθεί ηπιότερες μεθόδους. Αποφυλάκισε τον επίσκοπο Κυδωνίας Καλλίνικο και τον ανάγκασε να στείλει στους επαναστάτες ποιμαντική εγκύκλιο στις 4 Ιουλίου 1822, προτρέποντάς τους να παραδώσουν τα όπλα. Παραλλήλως, ο Χασάν καλούσε τον λαό της Κρήτης με προκηρύξεις να υποταχθεί στον ηγεμόνα της Αιγύπτου, δίδοντας την υπόσχεση μιας αγαθούς διακυβέρνησης. Οι Χανιώτες οπλαρχηγοί Χάληδες ήταν αυτοί που απάντησαν στον Χασάν, διατρανώνοντας την επιμονή τους για τη συνέχιση του αγώνα.
Ο Χασάν ξεκίνησε πάλι τις πολεμικές επιχειρήσεις την 1η Αυγούστου 1822. Εξόρμησε με ισχυρές δυνάμεις από τον Πλατανιά στα Χανιά, σκοπεύοντας να διαλύσει τις επαναστατικές εστίες στην ορεινή Κυδωνία. Μέχρι την 6η Αυγούστου είχε καταλάβει τα χωριά Λάκκους και Θέρισσο, υφιστάμενος όμως τις αλλεπάλληλες οχλήσεις των τοπικών οπλαρχηγών. Κατά τη διάρκεια όμως των μαχών ο Χασάν έχασε 600 άνδρες, γεγονός που τον έκανε να ανησυχήσει ιδιαιτέρως. Άφησε την ορεινή Κυδωνία, πέρασε στον Αποκόρωνα καίοντας τα πάντα στο πέρασμά του, και προχώρησε έως το Ρέθυμνο, στον Μυλοπόταμο. Η προέλαση αυτή των αιγυπτιακών δυνάμεων έφερε σε πολύ κρίσιμη κατάσταση την επανάσταση, καθώς δεν μπορούσε κανείς οπλαρχηγός να αναχαιτίσει οριστικά την ορμή των δυνάμεων των Αιγυπτίων.
Στον Μυλοπόταμο ο Χασάν στρατοπέδευσε στο μοναστήρι του Χριστού της Χαλέπας Μυλοποτάμου, όπου εκεί του επιτέθηκαν Ανωγειανοί και Μυλοποταμίτες οπλαρχηγοί στις 30 Αυγούστου 1822, επιφέροντάς του μεγάλες ζημιές. Την επόμενη μέρα δέχθηκε νέα επίθεση, η οποία εξελίχθηκε σε πολύωρη και πολύνεκρη μάχη στη θέση Σκλαβόκαμπος. Επειδή η περιοχή δεν ήταν ασφαλής, ο Χασάν κινήθηκε ανατολικά προς το Ηράκλειο. Εν συνεχεία εισέβαλε στην επαρχία Πεδιάδας, με σκοπό να εισέλθει στο οροπέδιο Λασιθίου, που ήταν ορμητήριο των επαναστατών. Οι επαναστάτες όμως, παρακολουθώντας από κοντά τις κινήσεις του αιγυπτιακού στρατού, είχαν καταλάβει τις προσβάσεις. Ο Χασάν λοιπόν δεν κατάφερε να εκβιάσει την είσοδό του στο οροπέδιο και έτσι κατευθύνθηκε προς τη Βιάννο, όπου και στρατοπέδευσε. Στα τέλη Οκτωβρίου 1822 πέρασε στην Ιεράπετρα και από κει με σύντονες κινήσεις πέρασε στα χωριά Μάλες, Κρούστας και Κριτσά στο Μιραμπέλλο. Από αυτά τα χωριά κινήθηκε στο οροπέδιο του Καθαρού και από κει εισέβαλε στο οροπέδιο του Λασιθίου, καταστρέφοντας όλα τα χωριά της περιοχής.
Η επανάσταση λοιπόν διέτρεχε τον έσχατο κίνδυνο και παραλλήλως η εσωτερική αναρχία είχε κορυφωθεί. Ο Αφεντούλης είχε έλθει σε οξύτατη αντιπαράθεση με τους Κρήτες οπλαρχηγούς και η θέση του ήταν πια προβληματική. Με συνεχείς αναφορές του στον Κωλέττη και στον Κουντουριώτη ζητούσε την αντικατάστασή του, προβάλλοντας ως δικαιολογία, αδυναμία εκτέλεσης καθηκόντων. Ο Γενικός Γραμματέας της Καγκελαρίας Νεόφυτος Οικονόμος και οι Φροντιστές συνέλαβαν και φυλάκισαν τον Αφεντούλη, κατηγορώντας τον για αδράνεια και για προδοτική διάθεση. Η Κρήτη έμεινε χωρίς διοικητή και οι «Παραστάται καὶ Πληρεξούσιοι τῆς Πατρίδος» Αναγνώστης Παναγιώτου, Γεώργιος Παπαδάκης, Νικόλαος Ανδρέου, Αναγνώστης Ιερωνυμάκης και Εμμανουήλ Αντωνιάδης, που είχαν σταλεί στην Πελοπόννησο, ζήτησαν τον διορισμό του Εμμ. Τομπάζη στη θέση του Αφεντούλη (28 Νοεμβρίου 1822). Ο Τομπάζης κατέβηκε στο νησί μετά από έξι μήνες.
Ο Χασάν έχοντας καταστρέψει το Λασίθι πέρασε τον χειμώνα στο Μιραμπέλλο, όπου τον Φεβρουάριο του 1823 έλαβε χώρα ένα πολύ σημαντικό επεισόδιο. Σε ένα σπήλαιο στο χωριό Μίλατος κατέφυγαν τρομοκρατημένοι 2.000 άμαχοι, μαζί με λίγους οπλοφόρους. Ο αιγυπτιακός στρατός πολιόρκησε το σπήλαιο για 15 μέρες. Λόγω του αποκλεισμού τους οι δυστυχείς άμαχοι παραδόθηκαν και άλλοι εκτελέστηκαν επί τόπου, ενώ άλλοι πωλήθηκαν ως δούλοι.
Εν τω μεταξύ ο Τομπάζης έφθασε στην Κρήτη με τον τίτλο του «Αρμοστή» στις 21 Μαίου 1823, μαζί με μια μικρή ναυτική μοίρα και με ένα σώμα 600 εθελοντών. Η άφιξη του Τομπάζη αναπτέρωσε τις ελπίδες των αγωνιστών για την ευόδωση της επανάστασης. Ο Τομπάζης αποβιβάστηκε στο Καστέλλι Κισάμου και αυτό έκανε την φρουρά της περιοχής να παραδοθεί, που με μια έντιμη συμφωνία ο Τομπάζης εγγυήθηκε την ασφαλή μεταφορά τους στα Χανιά.
Αντί όμως ο Τομπάζης να καταλάβει τη Γραμπούσα και να δημιουργήσει έτσι μια απόρθητη ναυτική βάση για τον έλεγχο των ακτών, στράφηκε κατά της περιοχής του Σελίνου. Ένας μεγάλος αριθμός Τούρκων αμάχων πολιορκήθηκε στην Κάντανο. Έγιναν διαπραγματεύσεις για να παραδοθούν, αλλά οι Τούρκοι κωλυσιεργούσαν, ελπίζοντας ότι θα σταλεί βοήθεια από τα Χανιά. Στο τέλος συνθηκολόγησαν και έφυγαν προς τα Χανιά, αλλά στην περιοχή Σέμπρωνας περικυκλώθηκαν από Σφακιανούς αγωνιστές και αποδεκατίστηκαν (7 Ιουνίου 1823).
Εν τω μεταξύ οι Τούρκοι ανασυντάχθηκαν. Ο νέος στρατηγός των τουρκοαιγυπτιακών δυνάμεων ήταν τώρα ο Χουσεΐν βέης, καθώς ο Χασάν σκοτώθηκε σε ατύχημα με το άλογό του, γαμπρός και αυτός του Μεχμέτ Αλή της Αιγύπτου. Ο αιγυπτιακός στόλος με επικεφαλής τον Ισμαήλ Γιβραλτάρ έφτασε στην Κρήτη στις αρχές Ιουνίου 1823 και αποβίβασε 3.000 άνδρες μαζί με πολεμικό υλικό.
Μπροστά στα νέα δεδομένα, ο Τομπάζης συγκάλεσε σε συνέλευση τους οπλαρχηγούς στο χωριό Αρκούδαινα στον Αποκόρωνα στις 22 Ιουνίου 1823. Στη συνέλευση αυτή ψηφίστηκε ο «Ὀργανισμὸς τῆς ἐνιαυσίου τοπικῆς διοικήσεως τῆς νήσου Κρήτης», που στις βασικές του διατάξεις είχε ως πρότυπο το σύνταγμα της Επιδαύρου. Όλες οι εξουσίες συναιρέθηκαν στο πρόσωπο του Αρμοστή, ο οποίος δεν ήταν υποχρεωμένος να λογοδοτεί πουθενά. Έτσι η εσωτερική κατάσταση στο νησί έτεινε προς το χειρότερο και η αναρχία συνεχίστηκε.
Οι τουρκοαιγυπτιακές δυνάμεις, παρά τις όποιες εξελίξεις, δεν χρονοτρίβησαν καθόλου. Ο Χουσεΐν λοιπόν επικεφαλής 12.000 στρατιωτών, με υποστήριξη πυροβολικού και ιππικού, ήλθε το Ηράκλειο και στρατοπέδευσε στην περιοχή της Αγ. Βαρβάρας. Ο Τομπάζης κατάφερε να συγκεντρώσει 3.000 άνδρες στην περιοχή της Γέργερης. Σε μάχη που έγινε στις 20 Αυγούστου 1823, οι Κρητικοί δεν κατάφεραν να αποκρούσουν τις επιθέσεις του πολυάριθμου εχθρικού στρατεύματος και υποχώρησαν, έχοντας απώλειες 300 ανδρών. Ο Τομπάζης δεν μπόρεσε να στρατολογήσει άλλους στην περιοχή της Μεσαράς και έτσι αναχώρησε για τις δυτικές επαρχίες. Ο Χουσεΐν υπέταξε τη Μεσαρά ανενόχλητος και πέρασε στην περιοχή του Ρεθύμνου. Στις αρχές του Οκτώβρη 1823 στρατοπέδευσε στο χωριό Μελιδόνι Μυλοποτάμου και πολιόρκησε 370 γυναικόπαιδα και 30 ενόπλους στο παρακείμενο σπήλαιο. Η πολιορκία κράτησε τρεις μήνες, με το δράμα των εγκλείστων να κορυφώνεται, όταν οι Τούρκοι έριξαν εύφλεκτες ύλες από μία οπή του σπηλαίου και έβαλαν φωτιά. Όλοι οι πολιορκηθέντες πνίγηκαν από τους καπνούς.
Ο Χουσεΐν συνέχισε την προέλασή του ανενόχλητος προς τα δυτικά. Ο Τομπάζης προσπάθησε να καταλάβει το φρούριο της Γραμπούσας αλλά δεν τα κατάφερε. Επίσης, προσπάθησε να πυρπολήσει τον αιγυπτιακό στόλο στο λιμάνι της Σούδας αλλά δεν μπόρεσε να υλοποιήσει το σχέδιό του. Απηύθυνε δραματικές εκκλήσεις για βοήθεια προς την υπόλοιπη Ελλάδα αλλά δεν υπήρχε καμία ανταπόκριση, λόγω του ότι την περίοδο εκείνη, περί το 1824, η επαναστατημένη πατρίδα κλυδωνιζόταν από τον εμφύλιο πόλεμο.
Η Κρήτη λοιπόν έμεινε αβοήθητη. Ο Χουσεΐν κατέστρεψε τα χωριά του Αποκόρωνα τον Φεβρουάριο του 1824 και τον επόμενο μήνα εισέβαλε στα Σφακιά, από το φαράγγι του Κατρέ και την Κράπη. Μπροστά στον όγκο του τουρκοαιγυπτιακού στρατού πολλοί Σφακιανοί οπλαρχηγοί υποχώρησαν και δήλωσαν υποταγή. Οι εχθρικές δυνάμεις έφθασαν ανεμπόδιστες μέχρι το λιμάνι του Λουτρού, όπου ο Τομπάζης διέταξε να κάψουν τις αποθήκες των εφοδίων, για να μην περιέλθουν στους εχθρούς. Στο φαράγγι της Αγ. Ρούμελης συγκεντρώθηκαν τρομοκρατημένοι άμαχοι, που ζητούσαν τη σωτηρία στα πλοία. Ο ελληνικός στόλος με συντονισμένες ενέργειες παρέλαβε 10.000 άτομα από το λιμάνι του Λουτρού και 2.000 από άλλα λιμάνια των παρακείμενων ακτών.
Ο Τομπάζης δεν είχε πια άλλο λόγο να παραμένει στην Κρήτη. Στις 12 Απριλίου 1824 με προκήρυξή του προς όλους τους Κρητικούς συνιστούσε να συνεχίσουν τον αγώνα. Έφυγε από την Κρήτη μαζί με τον κρυπτοχριστιανό Μιχαήλ Κουρμούλη, ο οποίος πέθανε λίγο αργότερα στην Ύδρα, έχοντας δώσει τα πάντα για να περισώσει την πατρίδα του.
Αφού ο Τομπάζης απεχώρησε, η επανάσταση στην Κρήτη ουσιαστικά έσβησε. Την ημέρα αποχώρησης του Τομπάζη, ο Χουσεΐν με προκήρυξή του από το λιμάνι της Σούδας προς τον λαό της Κρήτης δήλωσε ότι παραχωρεί γενική αμνηστία. Λίγοι Κρητικοί έμειναν ανυπόταχτοι και συνέχισαν έναν απελπισμένο αγώνα με τη μορφή κλεφτοπολέμου. Σχημάτισαν ανταρτικές ομάδες, με τις οποίες διενεργούσαν δολιοφθορές. Αυτοί ήταν οι διαβόητοι «Καλησπέρηδες». Οι Τούρκοι δεν έμειναν άπραγοι. Οργάνωσαν και αυτοί τρομοκρατικές ομάδες αποτελούμενες από φανατικούς γενιτσάρους. Αυτοί ονομάζονταν «Ζουρίδες» (νυφίτσες).
Περί τα μέσα του 1825 οι Κρήτες πατριώτες που είχαν καταφύγει στην Πελοπόννησο και πολεμούσαν με τους άλλους Έλληνες, αποφάσισαν να αναθερμάνουν την επανάσταση στην Κρήτη. Ένα σώμα 300 ανδρών, με επικεφαλής τους Δημ. Καλλέργη και τον Εμμ. Αντωνιάδη, κατέφθασε στην Κρήτη και αποβιβάστηκε στην περιοχή της Γραμπούσας. Με ένα ευφυές σχέδιο κατέλαβαν το φρούριο στις 9 Αυγούστου 1825 και παράλληλα άλλοι επαναστάτες κατέλαβαν το φρούριο της Κισάμου. Έτσι η κρητική επανάσταση ξαναζωντάνεψε και άρχισε η περίοδος της Γραμπούσας (1825-1828).
Ο Μουσταφά πασάς, που είχε διαδεχθεί τον Χουσεΐν στη διοίκηση της Κρήτης, θορυβήθηκε και εξεστράτευσε εναντίον των επαναστατών στην Γραμπούσα με δύναμη 2.000 ανδρών. Η προσπάθειά του να ανακαταλάβει το φρούριο της Γραμπούσας απέτυχε. Οι επαναστάτες όμως περιορίστηκαν στην Γραμπούσα, όπου για να επιβιώσουν στράφηκαν προς την πειρατεία. Για δύο χρόνια το φρούριο ήταν ορμητήριο πειρατικών επιδρομών κατά των κρητικών παραλίων και κατά οποιουδήποτε διερχομένου πλοίου. Στη Γραμπούσα οργανώθηκε ένας οικισμός και χτίστηκε και εκκλησία αφιερωμένη στην Παναγία την Κλεφτρίνα.
Το φρούριο ενισχύθηκε και οργανώθηκε. Με την οικονομική συνδρομή Ελλήνων και Κρητών αγοράστηκε το πλοίο του Τομπάζη «Περικλής», που μετέφερε εφόδια και τρόφιμα στη φρουρά της Γραμπούσας. Την επίσημη επαναστατική αρχή απετέλεσε μια προσωρινή διοικούσα επιτροπή με την επωνυμία «Κρητικὸν Συμβούλιον».
Ένα σώμα 1.000 Κρητικών και 100 άλλων μεταφέρθηκε από τον Μιαούλη και άλλους Υδραίους καπετάνιους στη Γραμπούσα στα τέλη του Οκτωβρίου 1827, για να παρακινήσουν σε επανάσταση τις κρητικές επαρχίες. Επειδή οι οπλαρχηγοί των δυτικών επαρχιών φάνηκαν απρόθυμοι, αποφάσισαν να εκστρατεύσουν ανατολικά. Στις 20 Νοεμβρίου 1827 ισχυρή δύναμη με αρχηγό τον Ιω. Χάλη, αποβιβάστηκε στον Άγ. Νικόλαο. Η αντίσταση που πρόβαλαν οι Τούρκοι κάμφθηκε εύκολα και οι επαναστάτες κινήθηκαν προς το χωριό Κριτσά και από κει στην περιοχή της Νεάπολης. Τουρκική δύναμη στάλθηκε από το Ηράκλειο, με αρχηγό τον Λαδάογλου, αλλά διαλύθηκε και ο ίδιος ο Λαδάογλου σκοτώθηκε. Εν τω μεταξύ έφθαναν από την άλλη Ελλάδα συνεχώς εθελοντές και έτσι η δύναμη των επαναστατών ανήλθε στους 3.000 άνδρες. Όμως η απουσία κεντρικής διοίκησης και πειθαρχίας οδήγησε και αυτό το εγχείρημα σε αποτυχία. Στις 9 Δεκεμβρίου 1827 οι επαναστάτες δέχθηκαν επίθεση στα ανατολικά χωριά της επαρχίας Πεδιάδας από σώμα Τουρκαλβανών και υποχώρησαν. Άλλοι επέστρεψαν στην Γραμπούσα, άλλοι βρήκαν καταφύγιο στα βουνά και άλλοι έφυγαν στα νησιά.
Στους πρώτους μήνες του 1828, στα πλαίσια του σχεδίου του Καποδίστρια για την πάταξη της πειρατείας, στάλθηκε στην Γραμπούσα ο Αλ. Μαυροκορδάτος, με αγγλικό και γαλλικό στόλο. Τα πειρατικά πλοία καταστράφηκαν ολοσχερώς και το φρούριο παραδόθηκε στον Άγγλο ταγματάρχη Ουρκουάρτ, ο οποίος σκοτώθηκε λίγους μήνες αργότερα.
Λίγο πριν αυτές τις εξελίξεις, στην Γραμπούσα είχε αποβιβαστεί (5 Ιανουαρίου 1828) ο Ηπειρώτης αγωνιστής Χατζημιχάλης Νταλιάνης με ένα εκστρατευτικό σώμα 600 πεζών και 100 ιππέων. Στις αρχές Μαρτίου του 1828 ο Νταλιάνης κατέλαβε το Φραγκοκάστελλο και εκεί οχυρώθηκε. Ο Μουσταφά πασάς διοργάνωσε μια μεγάλη στρατιά για να επιτεθεί στον Νταλιάνη, ο οποίος βρισκόταν σε δυσχερέστατη θέση. Ο Μουσταφά με δύναμη 8.000 πεζών και 300 ιππέων έφτασε στο οροπέδιο του Ασκύφου Σφακίων στις 13 Μαΐου 1828. Πέντε μέρες αργότερα ο τουρκικός στρατός έφτασε στο Φραγκοκάστελλο, όπου συγκροτήθηκε μια από τις πιο φονικές μάχες της επανάστασης. Ο Χατζημιχάλης αφού πολέμησε γενναιότατα, σκοτώθηκε μαζί με 385 επίλεκτους στρατιώτες του. Οι Τούρκοι έχασαν 800 άνδρες. Η τραγική ήττα αυτών των γενναίων πολεμιστών στο Φραγκοκάστελλο (18 Μαΐου 1828) συνδέθηκε στη λαϊκή παράδοση της Κρήτης με ένα δυσεξήγητο οπτικό φαινόμενο, τους «Δροσουλίτες», που παρατηρείται κατά τα τέλη Μαΐου-αρχές Ιουνίου, υπό ορισμένες ατμοσφαιρικές συνθήκες στην ευρύτερη περιοχή.
Όταν ο Μουσταφά πασάς επέστρεφε στα Χανιά, δέχθηκε αιφνίδια επίθεση από Σφακιανούς οπλαρχηγούς. Στα Χάλαρα του Αγίου Αντωνίου ο Μουσταφάς έχασε 1.000 άνδρες, παθαίνοντας σχεδόν ολοκληρωτική καταστροφή, αφού ο στρατός του τράπηκε σε φυγή αφήνοντας πίσω του όπλα και εφόδια. Στις 30 Μαΐου του 1828 η διαλυμένη στρατιά του Μουσταφά έφθασε στα Χανιά.
Η κρητική επανάσταση αναζωπυρώθηκε σε όλες τις επαρχίες της Κρήτης και οι Τούρκοι αντέδρασαν με απίστευτες ωμότητες. Ο πασάς του Ηρακλείου Σουλεϊμάν υποσχέθηκε δώρα σε Τούρκους που θα έφερναν ακρωτηριασμένα μέλη Χριστιανών. Το καλοκαίρι του 1828 διεξήχθηκαν φονικές μάχες στην Μεσαρά, όπου οι οπλαρχηγοί Μιχ. Κόρακας, Ν. Μαλικούτης και Ιωάσαφ Ξωπατέρας περιόρισαν τους Τούρκους στα χωριά. Ο Ξωπατέρας πολιορκήθηκε από ισχυρές τουρκικές δυνάμεις στον πύργο της μονής Οδηγητρίας, όπου βρήκε τραγικό θάνατο τον Μάρτιο του 1828. Τον θάνατό του εκδικήθηκαν οι οπλαρχηγοί της Μεσαράς σκοτώνοντας τον γενίτσαρο Αγριολίδη (Αύγουστος 1828). Το ακέφαλο πτώμα του μεταφέρθηκε στο Ηράκλειο και αυτό εξαγρίωσε τον μουσουλμανικό όχλο, ο οποίος προχώρησε στη σφαγή 800 περίπου ατόμων στην πόλη του Ηρακλείου και στα περίχωρα. Αυτό έμεινε στη μνήμη του λαού, ως «ο αρπεντές του Αγριολίδη». Στα Χανιά ο Μουσταφά πασάς δεν παρακίνησε τον όχλο να προβεί σε όμοιες ωμότητες, γιατί φοβόταν την αντίδραση των Μ. Δυνάμεων.
Οι σφαγές του αμάχου πληθυσμού στην Κρήτη από τους Τούρκους προκάλεσαν την αγανάκτηση των Ευρωπαίων. Έτσι, τον Οκτώβριο 1828 αγγλικός και γαλλικός στόλος κατέφθασαν στο λιμάνι της Σούδας και ο ναύαρχος Μάλκολμ μεσολάβησε για την κατάπαυση του πυρός συνάμα εμποδίζοντας απόβαση τουρκοαιγυπτιακών ενισχύσεων στο νησί. Αυτή την ευνοϊκή στάση έναντι της Κρήτης θέλησε να εκμεταλλευθεί ο Καποδίστριας. Τον Νοέμβριο του 1828 έστειλε τον αντιπρόσωπό του Εμμ. Τομπάζη, για να συνεννοηθεί με τους οπλαρχηγούς για την κατάληψη της Σητείας. Ένα ισχυρό εκστρατευτικό σώμα οργανώθηκε στις αρχές Δεκεμβρίου 1828. Ο σκοπός επετεύχθη και η πόλη καταλήφθηκε. Όμως οι επαναστάτες επιδόθηκαν στην λαφυραγωγία, ενθουσιασμένοι από τις νίκες τους. Οι Τούρκοι όμως αντέδρασαν δυναμικά. Ένα στρατιωτικό σώμα 4.000 ανδρών κινήθηκε προς τη Σητεία την οποία ανακατέλαβε χωρίς αντίσταση, αιχμαλωτίζοντας πολλούς χριστιανούς. Λίγοι Σφακιανοί έμειναν να πολιορκούν το φρούριο της Ιεράπετρας.
Η επανάσταση διατηρήθηκε ζωντανή για λίγους μήνες ακόμη του 1829 σε ολόκληρο το νησί. Η ύπαιθρος ελεγχόταν από τους επαναστάτες, ενώ οι Τούρκοι ήταν απομονωμένοι στην ασφάλεια των τριών μεγάλων φρουρίων, των Χανίων, του Ρεθύμνου και του Ηρακλείου.

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΘΕΟΔΟΣΙΟΣ ΔΙΑΚΟΝΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ ΑΛΩΣΙΣ ΚΡΗΤΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ ΤΟΥ ΧΑΝΔΑΚΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΝΙΚΗΦΟΡΟ ΦΩΚΑ

Ο Θεοδόσιος Διάκονος, με το όνομα του οποίου παραδίδεται το ποίημα «Ἅλωσις τῆς Κρήτης» σε 1039 δωδεκασυλλάβους στίχους, από άλλες πηγές δεν είναι γνωστός. Το κείμενο αυτό γράφτηκε το 962/963 και αφιερώθηκε στην ανακατάληψη του νησιού (961) από τον Νικηφόρο Β’ Φωκά επί της βασιλείας του Ρωμανού Β᾿.
Ο P.F.Foggini και ο Hugo Criscuolo υποθέτoυν ότι ο Θεοδόσιος υπήρξε διάκονος του ναού της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη . Μάλλον ήταν διάκονος τῆς ἐκκλησίας ή πιο πιθανό βασιλικὸς διάκονος, δηλαδή διάκονος των βασιλικών ανακτόρων ή των παρεκκλησίων του παλατιού.
Μέσα στο ίδιο το ποίημα ο Θεοδόσιος εμφανίζεται γνώστης του Κορανίου και των μουσουλμανικών πραγμάτων εν γένει. Επίσης, είναι και κάτοχος της αραβικής γλώσσας, αφού στο κείμενό του εντάσσει δύο στίχους αραβιστί γραμμένους (Β’ 349-350), στοιχείο που δηλώνει ότι ήταν Έλληνας καταγόμενος από μέρη της Ανατολής και γνώριζε τον αραβικό πολιτισμό εκ του σύνεγγυς.
Το ίδιο το κείμενο δεν προσφέρει κάποιες πληροφορίες βιογραφικού χαρακτήρα για τον ποιητή. Μια αναφορά μόνο γίνεται στους στίχους Α’ 24-25, η οποία αναφέρει ότι επισκέφθηκε την αρχαία πόλη της Τροίας είτε λόγω αρχαιοδιφικού ζήλου είτε τυχαία βρισκόμενος εκεί. Βεβαίως, το κίνητρο ήταν η ανάγνωση των ομηρικών επών τα οποία ήταν άκρως προσφιλή στον συγγραφέα, όπως φαίνεται και από τις συχνές αναφορές στον Όμηρο.
Από τις πολλές μνείες κλασικών συγγραφέων, που γίνονται μέσα στο ποίημα, μπορούμε να εικάσουμε ότι ο Θεοδόσιος έλαβε αρκετά ικανοποιητική μόρφωση, κοσμική και θεολογική, πιθανόν στην Κωνσταντινούπολη, όπως τότε συνηθιζόταν.
Από την ανάγνωση του ποιήματος προκύπτει ότι ο Θεοδόσιος γνώριζε καλά τον Όμηρο ο οποίος ήταν κλασικό παιδευτικό πρότυπο των μορφωμένων Βυζαντινών. Τον Όμηρο τον θαυμάζει για την ποιητική του τέχνη, ενώ σε κάποια σημεία τον ψέγει για το αναληθές περιεχόμενο των επών, που, κατά τη γνώμη του, είναι μυθεύματα και ψευτιές. Αναφορικά με τα πολεμικά κατορθώματα που περιγράφονται, πιστεύει ότι είναι υπερβολικά και ότι καθόλου δεν μπορούν να παραβληθούν με αυτά που επιτεύχθησαν επί Ρωμανού Β’ · όλα βέβαια αυτά στην προσπάθειά του να κολακεύσει τον αυτοκράτορα. Σε πολλά χωρία του κειμένου του, δείχνοντας έτσι την εμβρίθειά του πάνω στον Όμηρο, αναφέρει ομηρικούς ήρωες, γεγονότα από τα έπη κ.ά.
Η πολυμάθεια του συγγραφέα δεν οριοθετείται μόνο στην γνώση του για τον Όμηρο. Φαίνεται να έχει διαβάσει και συγγραφείς ιστορικών έργων της κλασικής εποχής, όπως μαρτυρεί ο ίδιος (Γ’ 765): πολλῶν ἀνέγνων ἱστόρων πολλὰς βίβλους. Είναι όντως πολλοί οι υπαινιγμοί στην αρχαία ελληνική ιστοριογραφία, ρητορική κ.ά. Αποδεικνύεται επίσης ότι είναι και γνώστης της αρχαίας ρωμαϊκής ιστορίας γνώσεις της οποίας αντλεί από τους Παράλληλους Βίους του Πλουτάρχου (Γ’ 766) και από τη Ρωμαϊκή Ιστορία του Δίωνος Κασσίου (Α’ 257, Γ’ 227). Έτσι αναφέρει τον Ιούλιο Καίσαρα, τον Πομπηίο, τον Σύλλα, τον Βρούτο, όπως και άλλα πρόσωπα και περιστατικά που αφορούν τη ρωμαϊκή πολιτική ιστορία. Δεν αγνοεί όμως και τους τραγικούς ο Θεοδόσιος, από τους οποίους παραλαμβάνει αρκετές λέξεις, κυρίως από τον Ευριπίδη, του οποίου τις τραγωδίες Ἑκάβη και Τρωάδες έχει υπ’ όψιν του στους στίχους Ε’ 948-949. Κάποιες αναφορές πραγματοποιούνται και στον Ορφέα (Γ’ 553), στον Αριστοτέλη (Γ’ 552) και στον Πλάτωνα (Γ’ 551).
Παραλλήλως, ο Θεοδόσιος δεν αγνοεί τα ιερά κείμενα. Οι αναφορές όμως σ’ αυτά είναι πολύ λιγότερες σε σύγκριση με αυτές που προέρχονται από τη κλασική γραμματεία. Αναφέρει από την Παλαιά Διαθήκη το γεγονός της ανάτασης των χεριών του Μωυσή και την ήττα των Αμαληκιτών (Γ’ 611-612) και στους στίχους Γ’ 602-609 παραλαμβάνει φράσεις από τα βιβλία των προφητών και τους Ψαλμούς του Δαυίδ .
Πιθανόν ο Θεοδόσιος είχε την πρόθεση να γράψει και άλλο ποίημα παρομοίου πανηγυρικού ύφους, όπως υπόσχεται στον αυτοκράτορα Ρωμανό (Α’ 271-272) ή απλά αυτή η αναφορά να σημαίνει την μετάβαση στην επόμενη ακρόαση. Όμως και στον Πρόλογο του ποιήματος ο ποιητής ζητεί την άδεια του Νικηφόρου να υμνήσει την άλωση του Χαλεπίου επιζητώντας να καταστεί ο επίσημος υμνητής και εγκωμιαστής του στρατηγού (Πρόλογος 7-10). Ενδεχομένως, λοιπόν, ο Θεοδόσιος να έγραψε και άλλα έργα τα οποία εντάσσονται στην ύπαρξη φιλοφωκαδικής φιλολογίας στον 10ο αιώνα, όπως μαρτυρούν και άλλες ιστορικές πηγές .

Ο ΑΓΓΛΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ: Ο ΛΟΓΟΤΕΧΝΗΣ THOMAS HARDY

Ιούδας ο προδομένος: Το μυθιστόρημα «Jude the Obscure» του Thomas Hardy


Ένας από τους πιο φημισμένους Άγγλους μυθιστοριογράφους είναι ο Thomas Hardy. Ο Hardy γεννήθηκε στις 2 Ιουνίου 1840 στο Dorset της Αγγλίας και πέθανε στις 11 Ιανουαρίου του 1928. Υπήρξε ένας συγγραφέας ταγμένος στο καλλιτεχνικό κίνημα του νατουραλισμού, που ενωρίς είχε ξεκινήσει να εξαπλώνεται κυρίως από την Γαλλία. Αν και πρωταρχικά θεωρούσε τον εαυτό του ποιητή, συνέγραφε μυθιστορήματα κυρίως για να εξοικονομήσει τα προς το ζην. Οι χαρακτήρες των έργων του είναι δοσμένοι με αρκετό ρομαντισμό και παρουσιάζονται να αντιπαλαίουν με τα πάθη τους και με τις συνθήκες της ζωής, που συχνά είναι αντίξοες και πιεστικές. Από την άλλη πλευρά, η ποίηση του Hardy ενέχει αρκετό ενδιαφέρον· όμως το μυθιστορηματικό έργο είναι που καταξίωσε τον συγγραφέα στην ιστορία της λογοτεχνίας. Για να κατανοήσουμε με περισσότερη ακρίβεια την προσωπικότητα του συγγραφέα, δεν θα ήταν άστοχο να την παραλληλίζαμε με ένα ελληνικό αντίστοιχο: τον Παπαδιαμάντη. Ο Παπαδιαμάντης μέσα από τα διηγήματά του αποκαλύπτει τον έντονα αντικρουόμενο ψυχολογικό κόσμο των ηρώων του, καθώς έρχονται αντιμέτωποι και αυτοί με την απηνή πραγματικότητα της ζωής. Επίσης, αν ερευνηθεί εις βάθος η πορεία ζωής και των δύο συγγραφέων, θα συναχθεί το συμπέρασμα ότι Hardy και Παπαδιαμάντης εν πολλοίς ταυτίζονται και ουσιαστικά οι βίοι τους συμπορεύονται, όσον αφορά στην απόκτηση της μόρφωσής τους, στον τρόπο επιβίωσής τους, στο ύφος γραφής τους, στην σκιαγράφηση των ηρώων τους κ.ά.
Ο Thomas Hardy πολλές φορές, μέσα από τα λογοτεχνικά του κείμενα, εμμέσως σκιαγραφεί τον εαυτό του, προσδίδοντας έντονη αυτοβιογραφική χροιά στην θεματολογία των έργων του. Ένα πολύ ενδιαφέρον μυθιστόρημα τέτοιου είδους είναι και το Ιούδας ο αφανής («Jude the Obscure»). Το συγκεκριμένο έργο είναι το τελευταίο από τα μυθιστορήματα του συγγραφέα, το οποίο ξεκίνησε να δημοσιεύεται με τη μορφή επιφυλλίδας και εν συνεχεία τυπώθηκε σε βιβλίο το 1895. Το βιβλίο αυτό, όντας «αιρετικό» για την βικτωριανή Αγγλία της εποχής, κάηκε δημόσια από τον επίσκοπο του Wakefield τον ίδιο χρόνο, καθώς θεωρήθηκε επικίνδυνο για τα χρηστά ήθη. Ο ήρωας του μυθιστορήματος είναι ο Jude Fawley, που ανήκει σε χαμηλή κοινωνική τάξη και ονειρεύεται να αποκτήσει ανώτατη μόρφωση. Οι άλλοι χαρακτήρες είναι η γυναίκα του, η Arabella, και η ξαδέρφη του, η Sue. Τα θέματα που θίγονται σ’ αυτό το έργο είναι η κοινωνική διαστρωμάτωση της εποχής, η γνώση, ο γάμος, η θρησκεία και η τάση για τον εκμοντερνισμό της σκέψης και της κοινωνίας.
Το μυθιστόρημα διακρίνεται από την άριστα δομημένη πλοκή του, με λεπτομέρειες να δίδονται με αριστουργηματικό τρόπο, εκεί που χρειάζονται κάθε φορά για να εμπλουτίσουν το context της αφήγησης. Το σημείο που αντέβαινε στα μέτρα και τα σταθμά της εποχής ήταν η καινούρια θεώρηση του θεσμού του γάμου από τον συγγραφέα, τον οποίο παρουσιάζει με μειωμένο κύρος και ότι δεν πρέπει να αποτελεί μια αμετάκλητη δέσμευση του ανθρώπου σε μια ζωή που τα πάντα μεταβάλλονται από στιγμή σε στιγμή. Επιπλέον, προβαίνει σε μια καταγγελία των προκαταλήψεων της κοινωνίας της εποχής του, καταδικάζοντας την τάση των ανθρώπων να θεωρούν σκανδαλώδη έναν τρόπο ζωής που διακρίνεται από την έλλειψη κάθε δέσμευσης, αλλά που χαρακτηρίζεται από πάθος. Ακόμη ότι η θρησκεία είναι μια λανθασμένη πρακτική του σύγχρονου ανθρώπου, που τον οδηγεί να πιστεύει ότι οι αντιξοότητες της ζωής είναι το αποτέλεσμα των προσωπικών του αμαρτιών.
Το μυθιστόρημα, λοιπόν, διηγείται την ιστορία του Jude Fawley, ενός λιθοκτίστη που ζούσε στην περιοχή του Wessex, και επιθυμία του ήταν να λάβει ανώτατη μόρφωση. Στον ελεύθερό του χρόνο μελετά μόνος του λατινικά και αρχαία ελληνικά, νιώθοντας μια ακατανίκητη έλξη προς την κλασική αρχαιότητα. Όμως προτού προλάβει να εγγίσει το όνειρό του, παντρεύεται ένα κορίτσι της περιοχής του, την Arabella Donn, η οποία όμως τον παρατά σε δύο χρόνια. Από εκείνον τον καιρό η μελέτη πια για τον Jude αποβαίνει ένα πάρεργο και έτσι σταματά την εντρύφησή του στους κλασικούς.
Μετά από τον χωρισμό με την γυναίκα του, ο Jude μετακομίζει στο Christminster και αρχίζει να δουλεύει ως κτίστης, ενώ παράλληλα μελετά, ελπίζοντας αργότερα να επιτύχει την εισαγωγή του στο πανεπιστήμιο. Εκεί, στο Christminster, συναντά και ερωτεύεται την ξαδέρφη του, τη Sue Bridehead. Ένας καινούριος όμως άντρας έρχεται να διαταράξει τη ζωή τους: ο Mr. Phillotson, ο οποίος παντρεύεται αργότερα τη Sue. Η Sue προβαίνει σε αυτό το εγχείρημα, γιατί έλκεται από την ομαλότητα και τη φυσικότητα του έγγαμου βίου, όμως πολύ σύντομα διαπιστώνει ότι η σχέση της με τον νόμιμο σύζυγό της είναι καταδικασμένη στη δυστυχία, αφ’ ενός γιατί είναι ακόμη ερωτευμένη με τον Jude, αφ’ ετέρου γιατί νιώθει μια γενικότερη αηδία για τον άντρα της.
Η Sue μην μπορώντας να αντέξει άλλο αυτήν την τόσο σκληρή πραγματικότητα, αφήνει τον σύζυγό της και επανενώνεται με τον Jude. Ζουν μαζί, αλλά δεν υφίσταται καμία σεξουαλική σχέση μεταξύ τους, γιατί η Sue αρνείται. Δεν παντρεύονται γιατί η οικογένεια και των δύο είχε άσχημο παρελθόν με αποτυχημένους γάμους, και, επίσης, για τον λόγο ότι θεωρούν ότι η νόμιμη δέσμευση θα καταστρέψει τον υπέροχο έρωτά τους. Ο Jude όμως πείθει τη Sue να κοιμηθεί μαζί του, και έτσι γεννιούνται κάποια παιδιά, βέβαια εκτός γάμου. Έξαφνα όμως φανερώνεται ένα παιδί από τον προηγούμενο γάμο του Jude, το οποίο ο ίδιος αγνοούσε, και το οποίο ονομάζεται Jude.
Το αποτέλεσμα όμως αυτής της τραγικής σχέσης είναι ότι και ο Jude και η Sue απομονώνονται από την κοινωνία που τους περιβάλλει, γιατί ζουν απάντρευτοι και, μάλιστα, έχουν και παιδιά. Φυσικά, ο Jude δεν μπορεί πουθενά να βρει δουλειά, αφού όλα τα αφεντικά, όταν μαθαίνουν σε τι οικογενειακή κατάσταση βρίσκεται, τον απολύουν. Ο μεγάλος όμως γιος του Jude, που ζει μαζί τους, παρατηρεί τα τόσο σοβαρά προβλήματα που έχουν προξενήσει στους γονείς του τα ετεροθαλή του αδέλφια και αποφασίζει να τα σκοτώσει. Στραγγαλίζει τα δύο παιδιά της Sue και μετά αυτοκτονεί με κρεμάλα. Άφησε ένα σημείωμα, έντονα τραγικό και αθώο: «το έκανα γιατί ήμασταν πάρα πολλοί».
Το συμβάν αυτό εξωθεί τη Sue σε νευρική κρίση και αρχίζει να σκέφτεται ότι τα έπαθε αυτά, επειδή η ζωή της ήταν εξ αρχής αμαρτωλή και τώρα πληρώνει το ανάλογο τίμημα. Αν και νιώθει τρόμο στην σκέψη να αποκαταστήσει τη προηγούμενη σχέση της με τον σύζυγό της, εν τούτοις επιστρέφει σ’ αυτόν και γίνεται ξανά η σύζυγος του παρελθόντος. Ο Jude φοβερά απογοητευμένος και απελπισμένος σκέφτεται να ξαναπαντρευτεί την Arabella, σαν να ήθελε να «διορθώσει» την πολυτάραχη ζωή του και να αποκαταστήσει την διασαλευμένη ηθική τάξη. Μετά από μία απεγνωσμένη επίσκεψη στην Sue μέσα σε έναν άθλιο καιρό, ο Jude αρρωσταίνει βαριά και πεθαίνει μέσα στον ίδιο χρόνο, χωρίς ποτέ να επιτύχει την προσωπική του λύτρωση.
Ο «Jude the Obscure» είναι ένα μυθιστόρημα που αξίζει να διαβασθεί, και το οποίο αποκαλύπτει με τον πλέον εναργή τρόπο την ψυχοσύνθεση ανθρώπων που τοποθετούν τον έρωτα πάνω από κάθε τυπική δέσμευση κοινωνικού χαρακτήρα. Είναι θηρευτές της ουσίας και όχι της κατ’ επίφασιν ζωής. Επιθυμούν το αγνό και ερωτοτροπούν με πάθος, χωρίς να υποτάσσονται στις κοινωνικές επιταγές. Όμως το αντάλλαγμα είναι βαρύ: αποκλείονται κοινωνικά και μια σειρά από τραγικά συμβάντα καταστρέφει τη ζωή τους. Η Sue και ο Jude νιώθουν τελικά ότι παρέκκλιναν από την ηθική τάξη και επιδιώκουν να ανακτήσουν τις παλιές τους ζωές. Το αποτέλεσμα είναι φοβερά τραγικό: ο Jude πεθαίνει χωρίς να έχει καταφέρει να υλοποιήσει κανένα από τα όνειρά του, παρά μόνο να ικανοποιήσει τον έρωτά του. Η Sue επιστρέφοντας στον σύζυγό της αναγκάζεται να υποταχθεί σε μία μορφή ζωής που τώρα πια της είναι μια αναπόφευκτη ζοφερή πραγματικότητα.


Γεώργιος Τ. Τσερεβελάκης-φιλόλογος

Σάββατο 6 Φεβρουαρίου 2010

Παρασκευή 5 Φεβρουαρίου 2010

ΠΟΙΗΜΑ «ΠΑΡΑΙΣΘΗΣΗ» ΤΟΥ ΗΡΑΚΛΗ ΒΟΥΛΓΑΡΑΚΗ

Illusion

I welcome you tonight in the dead of winter,
you noble one,
good chimeric spirit, feminine.
All the remaining flowers and myrrh
my soul drained, blessing
in your insane expectation.

Welcome sunflower, sunborn,
rupturing my huge frosty desolation.
Following quietly the sun’s path,
you know only to glide in full bright,
through shady secret halls
in the shut roofs of my soul,
pented, you, unransomed memory,
of the pure youth unjustified amorous expectation.

Form undetermined, confused,
incessantly transforming
in the eternity of the years that passed,
with unbraid fairy hair
sprinkled with roses and sundust,
shining, with sweet eyes,
unspecified naked in your spider veils,
undefiled rosy flesh,
ethereal, annihilated, transparent, fragranting,
courting sobbing with my wakefulness,
while the moonlight with the dark.

Leave me to grab your shoulder
and drive my blind steps
beyond the eternity.

I am tired to tramp and to belied
in the overcrowding of the pursuits.

Leave me to believe, in vain so- I know-
in this night erotic illusion of mine,
because, without expectations, life does not exist.

Dame, you, of my white meditations,
do not turn your face far from me.
I’ m afraid of the exprosure.
Thus I desire to experience you,
through the blurred and the magic
of the remoted, of the unreachable, of the dreamy, of the impossible.
I’ m afraid of the exposure because you do not exist.