ΚΡΗΤΗ

ΚΡΗΤΗ

Σάββατο 6 Φεβρουαρίου 2010

Παρασκευή 5 Φεβρουαρίου 2010

ΠΟΙΗΜΑ «ΠΑΡΑΙΣΘΗΣΗ» ΤΟΥ ΗΡΑΚΛΗ ΒΟΥΛΓΑΡΑΚΗ

Illusion

I welcome you tonight in the dead of winter,
you noble one,
good chimeric spirit, feminine.
All the remaining flowers and myrrh
my soul drained, blessing
in your insane expectation.

Welcome sunflower, sunborn,
rupturing my huge frosty desolation.
Following quietly the sun’s path,
you know only to glide in full bright,
through shady secret halls
in the shut roofs of my soul,
pented, you, unransomed memory,
of the pure youth unjustified amorous expectation.

Form undetermined, confused,
incessantly transforming
in the eternity of the years that passed,
with unbraid fairy hair
sprinkled with roses and sundust,
shining, with sweet eyes,
unspecified naked in your spider veils,
undefiled rosy flesh,
ethereal, annihilated, transparent, fragranting,
courting sobbing with my wakefulness,
while the moonlight with the dark.

Leave me to grab your shoulder
and drive my blind steps
beyond the eternity.

I am tired to tramp and to belied
in the overcrowding of the pursuits.

Leave me to believe, in vain so- I know-
in this night erotic illusion of mine,
because, without expectations, life does not exist.

Dame, you, of my white meditations,
do not turn your face far from me.
I’ m afraid of the exprosure.
Thus I desire to experience you,
through the blurred and the magic
of the remoted, of the unreachable, of the dreamy, of the impossible.
I’ m afraid of the exposure because you do not exist.

Τρίτη 2 Φεβρουαρίου 2010

ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Το οικογενειακό υπόβαθρο του Βενιζέλου


Ο Γεώργιος Βεντήρης σε μια ιστορική μελέτη του επιβεβαιώνει: « Ο Ελευθέριος Βενιζέλος κατάγεται από την οικογένειαν Κρεββατά της Σπάρτης. Περί το 1770, οι Κρεββατάδες επρωτοστάτησαν εις την επανάστασιν του Ορλώφ. Δύο εξ αυτών εσφάγησαν από τους Τούρκους. Ο Μπενιζέλος Κρεββατάς διέφυγε προς την Επίδαυρον, Λιμηράν και εκείθεν με πλοιάριον διεσώθη εις Χανιά της Κρήτης, όπου εγκατεστάθη. Οι εγχώριοι τον απεκάλουν συντόμως Μπενιζέλον, τους δε υιούς του Μπενιζελάκια. Οπως συμβαίνει συχνά, το βαπτιστικόν όνομα του πατρός έμεινεν οικογενειακόν εις τα τέκνα του. Ο εξ αυτών Πέτρος Μπενιζέλος απέκτησε πέντε υιούς, μεταξύ των οποίων και τον Κυριάκον, γεννηθέντα το 1810 εις Χανιά…. Εκ του Κυριάκου Βενιζέλου και της Στυλιανής, το γένος Χάλη εκ Θερίσου, εγεννήθη την 11 Αυγούστου 1864 εις Μουρνιές των Χανίων ο Ελευθέριος Βενιζέλος, πέμπτος εκ των εξι τέκνων της οικογενείας».

Για λόγους ιστορικής αλήθειας είναι αναγκαίο να παρατεθούν αποσπάσματα από το έργο «Ο Βενιζέλος έφηβος» του Νικολάου Τωμαδάκη που δημοσιεύθηκε το 1964 και συνιστά μια έγκυρη πηγή, πλούσια σε στοιχεία και αρκούντως τεκμηριωμένη: Γράφει ο Τωμαδάκης: «Το γενεαλογικόν δένδρον της οικογενείας Βενιζέλου έχει τα ρίζας του εις Μυστράν Σπάρτης. Ηδη από του παρελθόντος αιώνος υπήρχεν εκεί εγκατεστημένη η οικογένεια των Κρεββατάδων, εκ των επιφανεστέρων της Πελοποννήσου. Ο εκ των μελών αυτής Παναγιώτης Κρεββατάς διεκρίνετο διά την σύνεσιν και την ανδρείαν του, μετέσχε δε εκ των πρώτων της εν έτει 1770 επαναστάσεως, της προκληθείσης υπό του Ναυάρχου Ορλώφ, απεσταλμένου της Αυτοκρατείρας της Ρωσίας Αικατερίνης της Β’ εναντίον των Τούρκων.

Μετά την αποτυχίαν της επαναστάσεως ταύτης, η τουρκική εξουσία είχεν υπό επιτήρησιν τον Παναγιώτην Κρεββατάν, όστις ηναγκάσθη εν τέλει τη υποδείξει φίλου του, εντοπίου Οθωμανού, να εκπατρισθή εις Επτάνησον προς αποφυγήν κινδύνου της ζωής του. Ετερον μέλον της αυτής οικογενείας, ο Μπενιζέλος Κρεββατάς, εξεπατρίσθη επίσης εις Κύθηρα, όπου ενυμφεύθη και παρέμεινεν επί τινα χρόνον εμπορευόμενος. Βραδύτερον κατέφυγεν εις Χανιά της Κρήτης και εγκατεστάθη εκεί οριστικώς συνεχίζων τας εμπορικάς του επιχειρήσεις. Εις εκ των υιών του Μπενιζέλου Κρεββατά, Κυριάκος το όνομα, υπήρξεν ο πατήρ του Ελευθερίου Βενιζέλου. Μετερχόμενος και ούτος τον έμπορον απήλαυεν αμερίστου εκτιμήσεως εν Χανίοις. Προς τούτοις ανήκε μεταξύ των εγγραμμάτων της εποχής του και διεκρίνετο διά τα εθνικιστικά του φρονήματα».

Οι αρχειακές πηγές γνωστοποιούν ότι η παλιά οικογένεια των Κρεββατάδων του Μυστρά δεν συνδέεται με την οικογένεια των Μπενιζέλων της Κρήτης. Αυτό που δεν αποκλείεται και ίσως είναι το πιο πιθανό, είναι πως ο Χατζή - Πέτρος Μπενιζέλος, ένας έμπορος από τα Κύθηρα που εγκαταστάθηκε και έκανε οικογένεια στα Χανιά, είναι ο παππούς του Ελευθερίου Βενιζέλου. Ο Χατζή- Πέτρος είχε πέντε γιους και δύο κόρες. Τρεις από τους γιους του έχασαν τη ζωή τους στην Κρήτη στη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα του 1821, ενώ για τον τέταρτο, τον Χατζή- Νικολό Μπενιζέλο, μπορούμε να δεχτούμε την πληροφορία του ιστορικού Σπυρίδωνος Τρικούπη, ο οποίος αναφέρει ότι : «…οι Κρήτες μόλις έμαθαν την εις Πελοπόννησον κατάβασιν του Υψηλάντου, έστειλαν ζητούντες αρχηγόν και πολεμοφόδια τους συμπατριώτας των Νικόλαον Οικονόμον, Αναγνώστην Παναγιώτου και Χατζή Νικολόν Μπενιζέλον. Ο Υψηλάντης έστειλεν ό,τι είχε, τουτέστιν ολίγα πολεμοφόδια και αρχηγόν τον Μιχαήλ Αφεντούλιεφ τον και Κομνηνόν, γεννηθέντα εν Ρωσσία εξ Ελλήνων. Ο αρχηγός ούτος κατέπλευσεν εις Λουτρόν, λιμένα Σφακίων, την 25ην Οκτωβρίου/ 6 Νοεμβρίου 1821».

Ο πιο μικρός γιος του Χατζή - Πέτρου ο Κυριάκος, ο πατέρας του Ελευθερίου, και δεν γεννήθηκε στα Χανιά αλλά στις Μουρνιές. Αυτός άλλαξε το οικογενειακό όνομα σε Βενιζέλος από το Μπενιζέλος. Ο Κυριάκος διακρίθηκε από νεαρή ηλικία. Ηταν ευφυής, φιλόδοξος και πολύ θαρραλέος. Γεννήθηκε στη διάρκεια της πιο αιματηρής επανάστασης στην ελληνική ιστορία, διώχθηκε, απελάθηκε, εξορίστηκε, χρεοκόπησε. Τα πρώτα χρόνια της ζωής του τα έζησε μέσα στη δίνη των συγκρούσεων Ελλήνων και Τούρκων, ενώ τα πιο μεγάλα αδέλφια του πολεμούσαν για την πατρίδα και θυσίαζαν τη ζωή τους για την απελευθέρωσή της. Από τις σφαγές που έγιναν στα Χανιά το 1821 σώθηκε και κατέφυγε πιθανόν στα βουνά μαζί με τους επαναστάτες μέχρι το 1824, οπότε τελείωσε η εξέγερση στην Κρήτη. Τότε μάλλον πρέπει να πήγε στη Μονεμβασιά αναζητώντας μια καλύτερη τύχη, όπως τόσες χιλιάδες Κρήτες που ακολούθησαν τον δρόμο της μετανάστευσης εκείνα τα χρόνια. Το 1830 ασκούσε εκεί χρέη βοηθού δασκάλου λόγω της ιδιαίτερής του κλίσης στα ελληνικά και της έμφυτης αγχίνοιάς του, όπως συμπεραίνεται από αναφορές του Υπουργείου Θρησκευμάτων.

Ο Κυριάκος Βενιζέλος, αν και πολύ μικρός εκείνα τα χρόνια, έλαβε μέρος στον αγώνα για την ανεξαρτησία μαζί με τον οπλαρχηγό Ιάκωβο Κουμή και πολέμησε με τις δυνάμεις του στην πολιορκία της Μονεμβασιάς το 1821. Πιστεύεται επίσης ότι μαζί με άλλους εκατό Κρήτες έλαβε μέρος στη μάχη των Μύλων της Αργολίδας με επικεφαλής τον πρίγκηπα Δημήτριο Υψηλάντη. Ομως εξ αιτίας των συγκεχυμένων πληροφοριών σχετικά με τη ζωή του Κυριάκου Βενιζέλου, σχηματίστηκε λανθασμένη εντύπωση ότι αυτός πολέμησε στον απελευθερωτικό αγώνα του 1821. Τα δεδομένα και οι λεπτομέρειες της ζωής του για το διάστημα 1829-1834 δεν είναι γνωστά. Εύλογα μπορεί να υποτεθεί ότι εργάστηκε στο σχολείο της Μονεμβασιάς για κάποιο διάστημα. Επίσης, μπορεί να γίνει δεκτό ότι υπηρέτησε στον στρατό ως σιτιστής κατά την περίοδο 1832-1834, αφού υπάρχει αίτησή του στο Υπουργείο των Εσωτερικών για να του δοθούν τίτλοι ιδιοκτησίας ενός κλήρου γης στη Σπάρτη που του είχε παραχωρηθεί από την ελληνική κυβέρνηση. Η γη τελικά δεν του δόθηκε και αναγκάστηκε να γίνει κάτοικος της πόλης του Αργους.

Την ίδια εποχή η κατάσταση στην Κρήτη έλαβε νέα μορφή λόγω της πρόσκλησης του Αλβανού διοικητή Μουσταφά πασά σε όλους τους πρόσφυγες να επιστρέψουν στην πατρίδα τους. Η πρόσκληση συνοδευόταν από την παραχώρηση αμνηστίας για οποιοδήποτε αδίκημα.

Οι Κρήτες φλεγόμενοι από τον πόθο να δουν την Κρήτη ενωμένη με την Ελλάδα, επέστρεψαν στον τόπο τους με σκοπό να αρχίσουν εκ νέου τις προσπάθειές τους για την ένωση. Ετσι η οικογένεια των Βενιζέλων επέστρεψε στις Μουρνιές των Χανίων, και αργότερα μέσα στα Χανιά, όπου ο Κυριάκος συνέχισε τη δουλειά του πατέρα του ως πλανόδιος έμπορος οικιακών ειδών. Είχε τη φήμη έντιμου επιχειρηματία και σε σύντομο χρόνο δημιούργησε περιουσία με την εργασία του.

Το 1846 ο Κυριάκος Βενιζέλος γνώρισε και παντρεύθηκε τη Στυλιανή Πλουμιδάκη, μια κοπέλα εικοσιπέντε ετών, από το χωριό του Θερίσου στα Χανιά. Η Στυλιανή προερχόταν από αξιοσέβαστη οικογένεια του Θερίσου και ο πατέρας της, ο Ιωάννης Πλουμιδάκης, ήταν γνωστός ηγετικός παράγων της περιοχής.

Η Στυλιανή Πλουμιδάκη είναι ένα από τα ελάχιστα γνωστά και συζητημένα πρόσωπα της οικογένειας. Από ό,τι φαίνεται η γυναίκα αυτή πάντα ζούσε στη σκιά του άνδρα της υποταγμένη αλλά και γεμάτη θεληματικότητα. Πρέπει να κατείχε ελάχιστες γνώσεις και έκανε τουλάχιστον εννέα παιδιά, από τα οποία έζησαν μόνο τα έξι. Το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της το πέρασε φροντίζοντας τον καθυστερημένο της γιο Αγαθοκλή. Αν και ήταν δυνατή προσωπικότητα, συμβιβαζόταν με τον δευτερεύοντα ρόλο της στην πατριαρχική κοινωνία της εποχής. Εζησε δεκαπέντε χρόνια μετά τον θάνατο του άνδρα της και πέθανε στη Μήλο, ενώ στην Κρήτη σοβούσε η κρίση του 1898. Ο θάνατός της πέρασε και αυτός απαρατήρητος, όπως και η ζωή της.

Από την στιγμή που παντρεύθηκε με τον Κυριάκο Βενιζέλο γνώρισε πολλές αναποδιές. Στο τέλος Φεβρουαρίου του 1846, ο σύζυγός της συνελήφθη από τον διοικητή και απελάθηκε από την Κρήτη. Το πιο πιθανό είναι ότι έγινε η απέλαση για να τιμωρηθεί το θράσος ενός Ελληνα να παντρευτεί μια οθωμανή υπήκοο αψηφώντας τις κείμενες διατάξεις των τουρκικών αρχών. Ο Κυριάκος υφίστατο συνεχείς διώξεις προκειμένου να αποποιηθεί την ελληνική υπηκοότητά του. Εξορίστηκε στη Μήλο για δεύτερη φορά. Το κατάστημά του στα Χανιά ήταν κλειστό και η γυναίκα του ήταν έγκυος στο πρώτο τους παιδί. Εντούτοις, και η ίδια γυναίκα του διέτρεχε κίνδυνο και ζήτησε άσυλο στο σπίτι του προξένου της Ελλάδας Στυλιανού Περόγλου. Ο Κυριάκος Βενιζέλος απεγνωσμένος πήρε το πλοίο και γύρισε στο νησί. Στη διάρκεια της παραμονής του εκεί τακτοποίησε τις υποθέσεις του, αλλά εκτοπίστηκε στη Σύρο. Τελικά, πήρε την απόφαση να καταφύγει στην Αθήνα, όπου εξασφάλισε μια δημοσιοϋπαλληλική θέση γραφέα στο υπουργείο Εσωτερικών. Η νοσταλγία του ήταν αφόρητη και μόνος του καημός ήταν να γυρίσει στη Κρήτη. Ο Περόγλου, ανίκανος να επιτύχει τον επαναπατρισμό του Κυριάκου, τού γράφει τον Ιούνιο του 1847, προσπαθώντας να τον πείσει να ξαναρχίσει τη ζωή του στην Ελλάδα ή κάπου αλλού. Ούτε αυτό κατάφερε ο Περόγλου, αφού ο Κυριάκος γύρισε στην Κρήτη την άνοιξη του 1852. Ξανάφυγε για τη Σύρο και δύο μήνες αργότερα, έφτασε στη δυτική Ελλάδα, όπου διορίστηκε έπαρχος Μεσολογγίου.

Η ζωή στην Κρήτη άρχισε να βελτιώνεται από τότε που άρχισαν να ισχύουν οι διατάξεις του Χάτι Χουμαγιούν του 1856 και το φιρμάνι του 1858 και έτσι ο Κυριάκος μπόρεσε να εγκατασταθεί πάλι στα Χανιά. Μεταξύ του 1861 και του 1866 αγωνίστηκε να ξαναστήσει το μαγαζί του, να ξαναμαζέψει την πελατεία του και να αναθρέψει τα πέντε παιδιά του. Στην ίδια χρονική περίοδο καταπιάστηκε με φιλανθρωπικές και επιμορφωτικές δραστηριότητες, στην αρχή ως μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Ελληνικής Σχολής Χανίων και αργότερα ως πρόεδρος του αξιόλογου τοπικού μορφωτικού και κοινωνικού συλλόγου «Μίνως».

Τον χειμώνα οι Βενιζέλοι διέμεναν στο κατάστημά τους, στη γειτονιά του Τοπανά, που ήταν το κέντρο της ελληνικής κοινότητας. Το καλοκαίρι το περνούσαν στις Μουρνιές, το θέρετρο που προτιμούσαν οι περισσότεροι Χανιώτες. Σ’ αυτό το χωριό που απείχε μισή ώρα από τα Χανιά, γεννήθηκε ο Ελευθέριος Βενιζέλος.

Αυτό ήταν εν πολλοίς το οικογενειακό υπόβαθρο του Ελευθερίου Βενιζέλου και η σχέση του με τα ιστορικά δρώμενα της εποχής. Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον διαμόρφωσε την προσωπικότητά του και συγκρότησε τον ιδεολογικό του κόσμο. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, αν και κινήθηκε σε διαφορετικούς κύκλους στο μέλλον, δεν θέλησε ποτέ να διακόψει τις σχέσεις του με την Κρήτη και το οικογενειακό του περιβάλλον. Η πίστη και η αφοσίωση στους δικούς του ήταν παροιμιώδεις - όπως κάθε Κρητικού - και χωρίς αμφιβολία η εμπνευσμένη από υψηλά ιδεώδη και ένθερμο πατριωτισμό οικογένειά του τού μετέδωσε ιδέες και αξίες, με τις οποίες πορεύθηκε σ’ όλες τις εκφάνσεις της ιδιωτικής και δημοσίας ζωής του.

ΦΟΡΤΕΤΖΑ ΡΕΘΥΜΝΟΥ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ


Το Ρέθυμνο είναι ουσιαστικά μία από τις νεώτερες πόλεις της Κρήτης, αφού ως σημαντικό αστικό κέντρο αναπτύχθηκε από τον 14ο αιώνα και έπειτα. Στην αρχαιότητα στον χώρο της πόλης, της Ρίθυμνας, υπήρχε ένα μικρό πόλισμα, που γνώρισε μεγάλη ακμή την ύστερη κλασική περίοδο. Η ακρόπολη της πόλης ήταν στον λόφο του Παλαιοκάστρου, εκεί που βρίσκεται σήμερα το φρούριο της Φορτέτζας· επίσης στην συγκεκριμένη περιοχή υπήρχε και ένας ναός της Ροκκαίας Αρτέμιδος τα ερείπια του οποίου διασώζονταν μέχρι τους νεωτέρους χρόνους.

Η παραθαλάσσια θέση της μικρής πόλης της Ρίθυμνας, κάπου στο μέσον του Ηρακλείου και των Χανίων, ήταν ευνοϊκή και συνετέλεσε στην ανάδειξή της σε αξιόλογο αστικό κέντρο κατά το δεύτερο μισό του 15ου αιώνα. Οι πολλές και συχνές επιδρομές πειρατών ανάγκασαν τους Βενετούς να οχυρώσουν ολόκληρη την πόλη με ισχυρά τείχη και να τα περιζώσουν με τάφρο. Μάλιστα, σε μια επιδρομή πειρατών αυτά καταστράφηκαν και έτσι οι Βενετοί αναγκάστηκαν να τειχίσουν τον λόφο του Παλαιοκάστρου ώστε να προστατευθεί ο πληθυσμός από την μανία των επιδρομέων.

Το φρούριο της Φορτέτζας έμεινε αλώβητο έως τις αρχές του 20ού αιώνα, όπου το εσωτερικό ήταν σχεδόν ολόκληρο οικοδομημένο. Από τα πρώτα όμως μεταπολεμικά χρόνια ξεκίνησε η μεταφορά των κατοίκων που έμεναν μέσα στη Φορτέτζα σε άλλα σημεία του Ρεθύμνου.

Η επέκταση αυτή του Ρεθύμνου είχε ως αποτέλεσμα την ολοκληρωτική εξαφάνιση του χερσαίου τείχους και της μικρής τάφρου που το περιέζωνε. Μέσα στο φρούριο της Φορτέτζας κατεδαφίστηκαν όλα τα ερειπωμένα κτίσματα, που ήταν ως επί το πλείστον τουρκικές κατοικίες. Σήμερα δεν σώζεται κανένα τουρκικό κτήριο, αλλά διατηρούνται αρκετά βενετικά. Ακόμα και το τουρκικό τζαμί αρχικά ήταν βενετικός ναός που μετατράπηκε από τους Τούρκους σε τζαμί.

Η συνεχής και ποικίλη χρήση της Φορτέτζας στη διαδρομή των αιώνων, αλλοίωσε την αρχική της μορφή όχι μόνο εσωτερικά αλλά και εξωτερικά. Το φρούριο χρειάστηκε μια εικοσαετία περίπου για να αποκατασταθούν οι φθορές. Αξίζει να σημειωθεί πως η Φορτέτζα για ένα μεγάλο διάστημα φιλοξένησε ακόμα και τις φυλακές του Ρεθύμνου.

Σήμερα σώζεται ακέραιος ο οχυρός περίβολος της Φορτέτζας και συνεχίζεται η αναστήλωση σε κάποια κτήρια μέσα σ’ αυτήν. Έτσι, ο κάθε επισκέπτης σχηματίζει μια ικανοποιητική εικόνα από την Φορτέτζα τον καιρό των Βενετών.

Η Φορτέτζα είναι ορατή από κάθε γωνία της πόλης με τον επιβλητικό της και αγέρωχο όγκο της, ενώ παράλληλα έχει πανοραμική θέα σε όλο το Ρέθυμνο και στην δυτική ακτή, κρύβοντας μέσα την ιστορία ολόκληρων αιώνων.





Γιώργος Τ. Τσερεβελάκης

Φιλόλογος-Ιστορικός



ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΦΟΡΤΕΤΖΑΣ



Το βενετσιάνικο φρούριο της Φορτέτζας είναι κτισμένο πάνω στον λόφο του Παλαιοκάστρου, στα δυτικά της σημερινής πόλης του Ρεθύμνου. Στον λόφο αυτό υπήρχε η ακρόπολη της αρχαίας πόλης της Ρίθυμνας και το ιερό της Ροκκαίας Αρτέμιδος. Τα λαξεύματα που εντοπίστηκαν σε διάφορα σημεία του λόφου, αποδεικνύουν την ύπαρξη της ακρόπολης πάνω στο βράχο. Ο οικισμός μάλλον βρισκόταν κοντά στο λιμάνι. Όμως δεν έχουμε στοιχεία ούτε για τη μορφή του οικισμού ούτε για τη μορφή της ακρόπολης και του ιερού.

Στους επόμενους αιώνες η πόλη του Ρεθύμνου αναπτύχθηκε στο ίδιο σημείο. Το Castel Vecchio, ο μικρός οχυρωμένος οικισμός της βυζαντινής εποχής, διατηρήθηκε έως τα μέσα περίπου του 16ου αιώνα. Το 1540 είχε αρχίσει η κατασκευή νέου οχυρωματικού τείχους που θα προστάτευε και το βούργο (τα προάστια της πόλης που βρίσκονταν έξω από τον αστικό πυρήνα), που είχε εξαπλωθεί εκτός του Castel Vecchio. Η πόλη οχυρώθηκε την περίοδο 1540-1570 με τραπεζοειδές τείχος μήκους 1.400 μ., στο οποίο υπήρχαν τρεις πύλες: η Sabbionara (ή πύλη της Μεγάλης Άμμου, ή Κουμ Καπού) στα ανατολικά, η οποία κατεδαφίστηκε το 1900, η Guora, στα νότια (δίπλα στον προμαχώνα της Santa Veneranda, η μόνη που σώζεται ως σήμερα) και η Squero (ή Πύλη του αγίου Αθανασίου), στα δυτικά. Το τείχος ενισχυόταν από τάφρο και, κατά αραιά διαστήματα, από προμαχώνες και ημιπρομαχώνες. Αυτά τα έργα, όμως, δεν κατάφεραν να εμποδίσουν μια νέα επιδρομή του Ουλούτζ Αλή το 1571, οι άνδρες του οποίου ισοπέδωσαν το τείχος.

Η καταστρεπτική αυτή επιδρομή των Τούρκων έκανε επιτακτική την ανέγερση νέων οχυρωματικών έργων, αφού το χερσαίο τείχος δεν κάλυπτε τις αμυντικές ανάγκες της πόλης. Στις 13 Σεπτεμβρίου του 1573 θεμελιώθηκε η Φορτέτζα, με πρωτοβουλία του ρέκτορα του Ρεθύμνου Alvise Lando, πάνω στο λόφο του Παλαιοκάστρου στα βορειοδυτικά του Ρεθύμνου. Ο αρχικός σκοπός της κατασκευής ήταν να περιλάβει όλες τις κατοικίες της πόλης, κάτι το οποίο δεν έγινε τελικά. Οι κάτοικοι της πόλης μετά την απομάκρυνση του τουρκικού κινδύνου, άρχισαν να ξανακτίζουν τα σπίτια τους.

Οι εργασίες στο χώρο της Φορτέτζας ολοκληρώθηκαν γύρω στο 1580. Μέσα στο κάστρο εγκαταστάθηκε μόνο η βενετική φρουρά, αφού ο χώρος που απέμεινε για την κατασκευή ιδιωτικών κατοικιών, μετά την ολοκλήρωση των δημόσιων κτηρίων, ήταν τελικά πολύ μικρός· η έκταση πάνω στην οποία κτίστηκε το κάστρο ήταν ούτως ή άλλως περιορισμένη. Αυτό είχε συνέπειες στην γενικότερη οργάνωση του φρουρίου. Το βραχώδες έδαφος, η ανυπαρξία τάφρου και η μικρή έκταση του ελεύθερου χώρου μπροστά από το φρούριο (spianata), καθιστούσαν τη Φορτέτζα ευάλωτη αμυντικά. Ακόμα και η μορφή των τεσσάρων προμαχώνων του φρουρίου δεν είναι πλήρης, καθώς δεν περιλαμβάνει τα απαραίτητα στοιχεία ενός πλήρους προμαχώνα. Ωστόσο, κάποιες από τις αδυναμίες της καλύπτονταν από την μελετημένη οργάνωση του εσωτερικού χώρου. Κοντά στον περίβολο δεν υπήρχαν κτήρια και η νότια πλευρά, η πλέον εκτεθειμένη σε επιθέσεις, προστατευόταν από επιπρομαχώνες (cavalieri). Οι αποθήκες των πυρομαχικών βρίσκονταν στη βόρεια πλευρά, ενώ τα απαραίτητα για την πολιορκία κτήρια είχαν διαταχθεί στη νότια.

Μετά το 1646 και την κατάληψη της πόλης από τους Τούρκους, η Φορτέτζα δεν υπέστη μεγάλες αλλαγές. Έγιναν προσθήκες και συμπληρώσεις στις επιχωματώσεις και τον περίβολο του φρουρίου. Αυξήθηκε όμως ο αριθμός των κατοικιών που χτίστηκαν μέσα στο κάστρο.

Κατά την περίοδο της Κρητικής Πολιτείας (1898-1913) η ρωσική δύναμη προστασίας που ήταν στο Ρέθυμνο κατέστρεψε ολόκληρη τη νότια πλευρά των οχυρώσεων της πόλης.

Στις αρχές του 20ού αιώνα, το εσωτερικό της Φορτέτζας ήταν σχεδόν εξ ολοκλήρου οικοδομημένο. Σταδιακά ξεκίνησε η μεταφορά των κατοίκων έξω από το φρούριο και η κατεδάφιση των ερειπωμένων κτισμάτων, από τον Δήμο Ρεθύμνου. Στο μεταξύ ο Δήμος, η Αρχαιολογική Υπηρεσία και ο ΕΟΤ απαλλοτρίωσαν αυτές τις εκτάσεις.

Στις μέρες μας, το φρούριο της Φορτέτζας αποτελεί το πιο σημαντικό μνημείο του Ρεθύμνου, το σήμα κατατεθέν της πόλης. Στα αναστηλωμένα κτήριά του φιλοξενεί πολιτιστικές εκδηλώσεις, εκθέσεις, ενώ στον προμαχώνα του Προφήτη Ηλία βρίσκεται το μικρό Δημοτικό Θέατρο «Ερωφίλη», που φιλοξενεί πολλά και ενδιαφέροντα πολιτιστικά δρώμενα.





ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ



Ο οχυρωματικός περίβολος του κάστρου της Φορτέτζας σώζεται ακέραιος. Τα περισσότερα βέβαια από τα κτήρια που ήταν οικοδομημένα στο εσωτερικό του έχουν κατεδαφιστεί. Χάθηκαν έτσι αξιόλογα κτίσματα της βενετοκρατίας και της τουρκοκρατίας, ωστόσο διατηρούνται κάποια από τα δημόσια κτήρια, όχι ιδιαίτερα αλλοιωμένα από μεταγενέστερες επεμβάσεις. Το φρούριο, το οποίο έχει σχήμα πολυγώνου, στα ανατολικά και νότια αποτελείται από τέσσερεις κύριους ημιπρομαχώνες-του Αγίου Νικολάου, του Αγίου Παύλου, του Αγίου Ηλία και του Αγίου Λουκά-, ενώ στα βόρεια και δυτικά κλείνει με τρεις προεξοχές/ ακμές- του Αγίου Πνεύματος, της Αγίας Ιουστίνης και του Αγίου Σώζοντος. Στα ανατολικά βρίσκεται η κύρια πύλη, με τρεις παράπλευρους θολωτούς χώρους για την φρουρά, ενώ δευτερεύουσες βοηθητικές πύλες ανοίχθηκαν στα βόρεια και στα δυτικά.

Αμέσως μετά την κεντρική είσοδο ο επισκέπτης συναντά την αποθήκη φύλαξης των πυροβόλων και των πυρομαχικών. Πρόκειται για ένα διώροφο κτήριο, στο οποίο φυλάσσονταν τα κανόνια και τα άλλα εξαρτήματα των πυροβόλων. Στο κέντρο του κάστρου βρίσκεται η «πλατεία». Σε αυτήν βρίσκεται το Τέμενος του Sultan Ibrahim, που χτίστηκε στην ίδια θέση όπου υπήρχε ο καθεδρικός ναός του Αγίου Νικολάου. Νότια του Τεμένους υπάρχει κτήριο που πιθανότατα ανήκε στο συγκρότημα του επισκοπικού μεγάρου. Στο χώρο της πλατείας, απέναντι από το τέμενος, σώζεται κτήριο, το οποίο πιθανόν ήταν οι φυλακές του συγκροτήματος του Palazzo Publico, δηλαδή της κατοικίας του Ρέκτορα, του διοικητή δηλαδή της πόλης.

Πάνω στην προεξοχή της Αγίας Ιουστίνης βρίσκεται το κτήριο των Συμβούλων. Στον χώρο αυτό κατοικούσε, σύμφωνα με τις πηγές, ο ένας από τους δύο Συμβούλους του Ρεθύμνου, ενώ ο άλλος παρέμενε κάτω στην πόλη, για την επιτήρηση της τάξης. Παράλληλα με το τείχος, ανάμεσα στην προεξοχή της Αγίας Ιουστίνης και του Αγίου Σώζοντος, διατηρείται μεγάλο τμήμα των αποθηκευτικών χώρων που είναι γνωστοί ως «Συγκρότημα της βόρειας Πυλίδας». Πρόκειται για το κυριώτερο συγκρότημα αποθηκών της Φορτέτζας, που συνδυάζεται με τους χώρους φρουράς της βόρειας βοηθητικής πύλης.

Ακριβώς πάνω από την είσοδο του προμαχώνα του Αγίου Νικολάου σώζεται ένα κτήριο της εποχής της βενετοκρατίας, του οποίου η χρήση δεν έχει προσδιοριστεί με ακρίβεια. Αποτελείται από δύο θολοσκεπείς χώρους και περιβάλλεται από περίβολο. Ακριβώς νότια από το παραπάνω δίδυμο κτήριο, υπάρχει η μικρή εκκλησία του Αγίου Θεοδώρου του Τριχινά. Πρόκειται για ένα μονόχωρο εκκλησάκι, το οποίο εγκαινιάστηκε το 1899 από τον Ρώσο διοικητή του Ρεθύμνου Θ. Ντε Χιόστακ, χωρίς να γνωρίζουμε αν είναι επισκευή κάποιας παλαιότερης ή κατασκευάστηκε εξ αρχής στα τέλη του 19ου αιώνα.

Οι πυριτιδαποθήκες ήταν απομονωμένες και κατανεμημένες σε όλο τον περίβολο. Σήμερα σώζονται μόνο δύο, η μια ανάμεσα στις προεξοχές του Αγίου Πνεύματος και της Αγίας Ιουστίνης και η άλλη στην προεξοχή του Αγίου Σώζοντος. Παράλληλα πάνω στο φρούριο ο επισκέπτης μπορεί να δει αρκετά φρεάτια δεξαμενών για την αποθήκευση του νερού. Ελάχιστα είναι τέλος τα ερείπια ιδιωτικών κατοικιών, κυρίως κοντά στον προμαχώνα του Αγίου Νικολάου.

Τα κτήρια του κάστρου της Φορτέτζας βρίσκονταν σε κακή κατάσταση από την άποψη της διατήρησης. Σταδιακά, η 28η Ε.Β.Α. σε συνεργασία με τον Δήμο Ρεθύμνου και το Γραφείο Προγραμματικής Σύμβασης Παλιάς Πόλης, προχώρησε στην εκπόνηση μελετών αποκατάστασης των περισσότερων χώρων της Φορτέτζας. Το μεγαλύτερο μέρος των κτηρίων έχει σήμερα αποκατασταθεί, με χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μέσω των Περιφερειακών Επιχειρησιακών Προγραμμάτων Κρήτης.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ



1. Ιωάννα Στεριώτου, Οι βενετικές οχυρώσεις του Ρεθύμνου (1540-1646), Συμβολή στη φρουριακή αρχιτεκτονική του 16ου και του 17ου αιώνα, Αττική 1992.

2. _________________, Η Φορτέτζα του Ρεθύμνου, Αθήνα 1997.

3. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους.

4. Χ. Στρατηδάκης-Α. Μαλαγάρη, Ρέθυμνο: Οδηγός για την πόλη και τα περίχωρά της, Αθήνα 1995.

5. Καρποδίνη-Δημητριάδη Ειρήνη, Κάστρα και Φορτέτσες της Κρήτης, Αθήνα 1995.

6. Νίκος Νικολούδης, Τα κάστρα της Ελλάδας, Αθήνα 1992.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ


Η Κρήτη, ως ένα στρατηγικώτατο γεωγραφικό σημείο στην λεκάνη της ανατολικής Μεσογείου, ενωρίς προσέλκυσε το «ενδιαφέρον» πολλών κατακτητών. Η γεωπολιτική σημασία του νησιού ήταν ο πρωταρχικός παράγοντας που εξώθησε τόσους κατακτητές να κινηθούν εναντίον του. Όντας στο εμπορικό σταυροδρόμι Δύσης και Εγγύς Ανατολής, αποτελούσε εξαίρετο σημείο για τον έλεγχο των θαλασσίων δρόμων και για τη διεξαγωγή επικερδούς εμπορίου.
Στο τέλος του 4ου αιώνα με τις διοικητικές αλλαγές που πραγματοποιήθηκαν, η επαρχία του Ιλλυρικού υπήχθη στη δικαιοδοσία του ανατολικού ρωμαϊκού κράτους, δηλαδή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Έτσι με αυτήν τη μετατροπή στη διαχείριση των διοικητικών δεδομένων της αυτοκρατορίας, η Κρήτη, ούσα τμήμα του Ιλλυρικού, εντάχθηκε και αυτή στην επικράτεια του Βυζαντίου.
Την ήσυχη ζωή της μακρινής αυτής επαρχίας διετάρασσαν ενίοτε κάποιες επιδρομές Βανδάλων (6ος αιώνας), Σλάβων (623), αλλά χωρίς ιδιαιτέρα σοβαρότητα. Αντιθέτως, οι επιδρομές των Αράβων είχαν μεγάλη σπουδαιότητα, καθώς το κύριο κίνητρο ήταν να εγκαθιδρύσουν μια μόνιμη κατοχή, αποσκοπώντας αποκλειστικά στο οικονομικό όφελος. Η παλαιότερη γνωστή επιδρομή των Αράβων, που αναφέρεται από τις αφηγηματικές πηγές, έγινε το 654, όταν επέστρεφαν από μια λεηλασία του νησιού της Κω. Οι καταστρεπτικές αυτές επιθέσεις εξακολούθησαν να υφίστανται σε όλη τη διάρκεια του 8ου αιώνα και κορυφώθηκαν στις αρχές του 9ου αιώνα, οδηγώντας στην υποδούλωση του νησιού από Άραβες προερχομένους από την Κόρδοβα της Ισπανίας, το 829. Το Βυζάντιο δεν έμεινε άπρακτο, αφού σχεδίαζε και απέστελλε εκστρατευτικά σώματα για την απελευθέρωση της πολύτιμης κτήσης του όλον τον 9ο αιώνα και μέχρι τα μέσα του 10ου, ώσπου ο Νικηφόρος Β’ Φωκάς ήταν ο στρατηγός που έδρεψε τη δόξα της ανάκτησης του νησιού από τους αλλόφυλους κατακτητές.
Η β’ βυζαντινή περίοδος κυριαρχίας στο νησί διήρκεσε από το 961 έως το 1204, όπου συνέβη η άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τα φραγκικά στρατεύματα της Δ’ Σταυροφορίας. Αφού η βυζαντινή αρχή καταλύθηκε, η επικράτεια της αυτοκρατορίας διαιρέθηκε και μοιράστηκε ανάμεσα στους κατακτητές. Η Κρήτη περιήλθε στην διοικητική εξουσία του Βονιφατίου του Μομφερρατικού, ο οποίος την πώλησε στους Βενετούς για ένα ευτελές ποσό, προκειμένου να απαλλαγεί από μια κτήση, που του ήταν ανέφικτο να διοικήσει και να διαχειρισθεί. Έτσι άρχισε για το νησί μία νέα περίοδος στυγνής δουλείας: η Βενετοκρατία (1204-1669). Οι Βενετοί εγκατέστησαν ένα απηνές καθεστώς κυριαρχίας, χρησιμοποιώντας παράλληλα τον εποικισμό για να ενισχύσουν και να παγιώσουν την κυριαρχία τους. Όμως οι Κρήτες είχαν τη φυσική τους ηγεσία, τα μέλη των αρχοντικών οικογενειών του νησιού, που δεν ήταν καθόλου πρόθυμη να αποποιηθεί τα προνόμια που απολάμβανε έως τότε. Η συνέπεια ήταν να ξεσπάσουν αλλεπάλληλες επαναστάσεις που συγκλόνιζαν την Κρήτη για αιώνες. Γενικά, οι εξεγέρσεις αυτές υποδαυλίζονταν από τους εντόπιους Κρήτες άρχοντες, για να αντιταχθούν στη βενετική εξουσία και να περιορίσουν την αυθαιρεσία της. Σκοπός των Βενετών ήταν να καταφέρουν να δεσμεύσουν τη δυναμική αυτής της αριστοκρατικής τάξης, με σκοπό να θέσουν υπό τον έλεγχό τους ολόκληρο τον πληθυσμό και να επιτύχουν την επιποθούμενη γι’ αυτούς κοινωνική γαλήνη και ομαλότητα. Γι’ αυτό οι επαναστάσεις που εξερράγησαν καθ’ όλη τη διάρκεια της Βενετοκρατίας θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν κοινωνικού χαρακτήρα ως επί το πλείστον, και όχι ότι αφορμώντο από εθνικιστικά ελατήρια. Αποσκοπούσαν στην διατήρηση του κοινωνικού status των αρχοντικών οικογενειών του νησιού ή καλύτερα ακόμη στην προώθηση και βελτίωση της θέσης τους γενικότερα.
Η βενετική κυριαρχία τερματίστηκε το 1669, όταν ο τουρκικός στρατός μετά από μακρόχρονη πολιορκία του Χάνδακα (Ηρακλείου Κρήτης) κατέλαβε την πόλη και οριστικοποίησε την οθωμανική κυριαρχία στην Κρήτη. Η τουρκική δουλεία ήταν επαχθέστατη, καθώς οι Οθωμανοί προχώρησαν και στον ευρύ εξισλαμισμό των κατοίκων, γεγονός πολύ επικίνδυνο για την εθνολογική και πολιτισμική ταυτότητα των Κρητών. Όμως και πάλι η Κρήτη δεν έμεινε άπραγη, μπροστά στον βάρβαρο εισβολέα. Οι Κρήτες συνασπίσθηκαν γύρω από τοπικούς οπλαρχηγούς και με όπλα τη θέληση και την πολεμική ορμή, ξεκίνησαν δεκάδες επαναστάσεις κατά των Τούρκων, ιδίως τον 19ο αιώνα, όταν όλη η Ευρώπη εφλέγετο από παρόμοιου είδους κινήματα. Οι επαναστάσεις όμως των Κρητών ήταν εθνεγερτικές με εθνικό χαρακτήρα, που στόχευαν στην οριστική απομάκρυνση του βάρβαρου δυνάστη και στην βαθμιαία ένταξη του νησιού στο πρώτο νεοελληνικό κράτος που θα σχηματιζόταν.
Οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν παρέμειναν αμέτοχες σε όλη αυτή τη διαδικασία. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο προσπαθούσαν να επιβάλουν τη δική τους πολιτική γραμμή, η καθεμιά αναλόγως με τα συμφέροντά της. Η συγκλίνουσα όμως παράμετρος στον πολιτικό χειρισμό όλων ήταν η διατήρηση του πολιτικού status quo της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αυτό σήμαινε ότι στους αγώνες των Κρητών κράτησαν μια επίζηλη ουδετερότητα, που αν μη τι άλλο δεν άρμοζε στο διεθνές πρόσωπο των χριστιανικών δυνάμεων· όμως τα πολιτικά συμφέροντα άλλα υπαγορεύουν. Μόνο κατά το τέλος του 19ου αιώνα, που τα πράγματα στην Κρήτη είχαν ξεφύγει από κάθε έλεγχο και με την απειλή ταραχών στις μεγάλες πόλεις, οι Μεγάλες Δυνάμεις αποφάσισαν να παρέμβουν δυναμικά και να αναγκάσουν τους Τούρκους να αποχωρήσουν από το νησί. Εγκαταστάθηκε καθεστώς αυτονομίας το οποίο ελεγχόταν από τις ξένες δυνάμεις και διήρκεσε έως το 1913, που επετεύχθη οριστικώς η ένωση με την μητέρα-Ελλάδα και έθεσε τέρμα στους τιτάνιους αγώνες των Κρητών για ελευθερία.






















































Α’ ΒΕΝΕΤΟΚΡΑΤΙΑ
(1204-1669)


























Κεφάλαιο 1ο -Η κατάκτηση της Κρήτης από τους Βενετούς


Η Δ’ Σταυροφορία και η αγοραπωλησία της Κρήτης από τους Βενετούς

Η Δ’ Σταυροφορία είχε ολέθριες και καταστρεπτικές συνέπειες για την ολόκληρη τη βυζαντινή αυτοκρατορία. Με την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τα στρατεύματα των Σταυροφόρων, η αυτοκρατορία ως κρατική υπόσταση διαλύθηκε, αλλά το κέντρο εξουσίας μεταφέρθηκε περιφερειακά, όπως στη Νίκαια, όπου και δημιουργήθηκε η ομώνυμη αυτοκρατορία, που αργότερα διεκδίκησε τα πρωτεία στην ανακατάληψη της πρωτεύουσας της αυτοκρατορίας. Στα εδάφη της ελληνικής χερσονήσου ιδρύθηκαν ποικίλα και ποικιλώνυμα κρατίδια από τους Φράγκους ηγεμόνες. Έτσι άρχισε μία νέα περίοδος για τον ελληνισμό: η Φραγκοκρατία.
Στον κυκεώνα αυτών των γεγονότων αναμίχθηκε και η Κρήτη ήδη από τον Μάη του 1203. Ο πρίγκιπας Αλέξιος (μετέπειτα συναυτοκράτορας με τον πατέρα του ως Αλέξιος Δ’ Άγγελος), γιος του απομακρυνθέντος αυτοκράτορα Ισαακίου Β’ Αγγέλου, προσεταιρίσθηκε τους αρχηγούς των Σταυροφόρων για να εξασφαλίσει την αποκατάσταση του πατέρα του στον θρόνο και κατά συνέπεια να διατηρήσει τα δικαιώματα διαδοχής επί του θρόνου. Προέβαλε πολλές και δελεαστικές προτάσεις στους Φράγκους ηγεμόνες, προκειμένου να τους διεγείρει το ενδιαφέρον και να τους ωθήσει να συνδράμουν στον στόχο του. Ανάμεσα στις πολλές προτάσεις που έκανε, περιλαμβανόταν και το νησί της Κρήτης που την υποσχέθηκε να την δώσει στον Βονιφάτιο τον Μομφερρατικό. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204, με την περιώνυμη συνθήκη Partitio Romaniae («Διανομή της Ρωμανίας») σύμφωνα με την οποίαν οι Σταυροφόροι διαμοίρασαν μεταξύ τους τα εδάφη της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, αναγνωρίσθηκε το δικαίωμα στον Βονιφάτιο να καταλάβει την κτήση του. Η κτήση όμως αυτή ήταν μια παραχώρηση στον Βονιφάτιο χωρίς ουσία, γιατί ο ίδιος δεν διέθετε τα κατάλληλα μέσα για να κινητοποιηθεί στρατιωτικά και, παράλληλα, δεν επιθυμούσε να αναλάβει καινούριες ναυτικές περιπέτειες.
Ο ευφυέστατος και πανούργος δόγης της Βενετίας Ερρίκος Δάνδολος αντιλήφθηκε τη σημασία αυτής της απρόσμενης ευκαιρίας, δηλαδή της μη εκμετάλλευσης από τον Βονιφάτιο μιας κατ’ εξοχήν επωφελούς οικονομικά κτήσης, και έσπευσε να οικειοποιηθεί το όφελος, που πιθανώς θα προέκυπτε. Οι εκπρόσωποι του δόγη προσέφεραν στον Βονιφάτιο ποικίλα χρηματικά και πολιτικά ανταλλάγματα και έτσι τον έπεισαν να προχωρήσει στην πώληση της Κρήτης στην Γαληνοτάτη Δημοκρατία του Αδρία. Η συμφωνία παρέμεινε μυστική. Υπογράφθηκε στην Αδριανούπολη στις 12 Αυγούστου του 1204. Εκεί παρίσταντο ως εντολοδόχοι του δόγη, ο Μάρκος Σανούδος και ο Ραβάνης ντε λα Κάρκερη από τη Βερόνα. Η Βενετία κατέβαλε στον μαρκήσιο Βονιφάτιο το ευτελέστατο ποσό των 1.000 μάρκων αργύρου.


Διαμάχη Γενουατών και Βενετών για την κατοχή της Κρήτης


Το σχέδιο που συνέλαβε ο Δάνδολος ήταν εξαιρετικά έξυπνο. Κατέχοντας την Κρήτη η Βενετία θα αποκτούσε τον πλήρη έλεγχο της νοτίου Μεσογείου, θα συμπλήρωνε το πλαίσιο των νησιωτικών της κτήσεων και κατ’ επέκτασιν θα δημιουργούσε μία οικονομική γέφυρα για την εμπορική της δραστηριότητα στην Αίγυπτο και την Εγγύς Ανατολή. Η εξέχουσα θέση της Κρήτης στην ανατολική Μεσόγειο θα προσέδιδε στην Βενετία την απόλυτη κυριαρχία στην θάλασσα.
Στην δεδομένη περίσταση όμως η αναβλητικότητα, που διέκρινε τους Βενετούς στο να καταλάβουν την Κρήτη, πληρώθηκε με μεγάλο τίμημα. Η αιτία αυτής της αργοπορίας οφειλόταν στο ότι οι Βενετοί ήταν απασχολημένοι στο να εδραιώσουν την εξουσία τους στις υπόλοιπες κτήσεις που είχαν στην Πελοπόννησο και στη θάλασσα του Αιγαίου. Το γεγονός όμως αυτό το εκμεταλλεύθηκαν οι Γενουάτες, το αντίπαλο ναυτικό και οικονομικό δέος της Βενετίας, και προσπάθησαν πρώτοι να αποβιβασθούν στην Κρήτη και να την καταλάβουν. Ο θαρραλέος Γενουάτης πειρατής και κόμης της Μάλτας, Ερρίκος Πεσκατόρε, φανατικός εχθρός των Βενετών, κατέλαβε το 1206 ένα εκτεταμένο μέρος της κεντρικής Κρήτης με τη συνεπικουρία του φίλου του Αλαμάνο ντα Κόστα. Ο τυχοδιώκτης αυτός Γενουάτης κατέλαβε τα τρία μεγάλα φρούρια του νησιού, Χάνδακα, Σητεία και Ρέθυμνο, τα οποία και οχύρωσε. Επίσης, έκτισε άλλα μικρότερα σε επίκαιρες θέσεις, προκειμένου να ελέγχει καλύτερα την ενδοχώρα. Ένα γεγονός δυσερμήνευτο είναι ότι δεν συνάντησε αντίσταση καθόλου από τον εντόπιο πληθυσμό. Η πιο πιθανή εκδοχή είναι ότι οι ντόπιοι θεώρησαν ότι οι Γενουάτες θα τους απάλλασσαν από τους μισητούς Βενετούς, που είχαν εξευτελίσει το νησί τους, καθώς αποτέλεσε αντικείμενο αγοραπωλησίας. Από την άλλη πλευρά θα ωφελούνταν και οι Γενουάτες, γιατί έτσι θα χρησιμοποιούσαν για τα σχέδιά τους έναν καινούριο εχθρό κατά των Βενετών: τους δυσαρεστημένους Κρητικούς.
Οι Βενετοί καταθορυβήθηκαν από την δράση των Γενουατών στην Κρήτη και απέστειλαν αμέσως στρατό και στόλο (1207). Επικεφαλής αυτής της επιχείρησης ετέθησαν οι Ρενιέρι Δάνδολο και Ρουτζέρο Πρεμαρίνο. Η στρατιωτική αυτή επιχείρηση κατέληξε σε παταγώδη αποτυχία. Μία νέα εκστρατεία οργανώθηκε με αρχηγό τον Τζάκομο Λόνγκο (1208). Μετά από κάποιες συγκρούσεις, την άνοιξη του 1209 οι Βενετοί κυρίευσαν το φρούριο του Παλαικάστρου, βορειοδυτικά του Χάνδακα (σημερινό Ηράκλειο Κρήτης). Η Βενετία ήταν αποφασισμένη να ανακαταλάβει την Κρήτη με κάθε θυσία που θα χρειαζόταν, ενώ η Γένουα δεν μπορούσε να βοηθήσει πλέον τον Πεσκατόρε. Οι πολεμικές επιχειρήσεις εξακολούθησαν μέχρι το 1212. Ο πρώτος Βενετός Δούκας της Κρήτης κατόρθωσε να επιβληθεί στον Γενουάτη αντίπαλό του και να τον αναγκάσει να εγκαταλείψει το νησί με συνθήκη. Γενουατικές εστίες αντίστασης παρέμειναν ζωντανές μέσα στο νησί, που συνέχισαν έναν μάταιο και ανώφελο αγώνα μέχρι το 1217. Η παράδοση του Αλαμάνο ντα Κόστα στους Βενετούς και η οριστική συνθήκη με τη Γένουα, που υπογράφθηκε στις 11 Μαΐου 1217, τερμάτισαν τη διαμάχη μεταξύ των ναυτικών δημοκρατιών για την κατοχή της Κρήτης. Οι Γενουάτες όμως προσπάθησαν για δεύτερη φορά να αποσπάσουν τον νησί από την κυριαρχία της Βενετίας, περίπου στα τέλη του 13ου αιώνα. Ούτε όμως αυτή η προσπάθεια τελεσφόρησε. Η Βενετία ήταν ο απόλυτος κυρίαρχος του νησιού. Έτσι άρχισε για το νησί μία νέα περίοδος σκληρής και απάνθρωπης δουλείας, που προκάλεσε πληθώρα εξεγέρσεων και κόστισε ακριβά στη Βενετία σε χρήμα και έμψυχο υλικό.


Παγίωση της βενετικής κυριαρχίας στην Κρήτη

Η ολοκληρωτική κατάκτηση μιας τόσο εκτεταμένης και μακρινής περιοχής, της οποίας ο πληθυσμός ήταν εξαιρετικά εχθρικός, αποτελούσε για τους Βενετούς ένα πολύ σημαντικό πρόβλημα. Ως πρώτος δούκας της Κρήτης εστάλη ο Ιάκωβος Τιέπολο το 1209. Η κίνηση αυτή απετέλεσε μία σοφή πολιτική ενέργεια. Ο Τιέπολο είχε επιφορτισθεί με το καθήκον να αποδιώξει τους τελευταίους Γενουάτες που είχαν απομείνει στο νησί και προέβαλλαν κάποια αντίσταση και να θέσει τις βάσεις για την όσον το δυνατόν επωφελέστερη οικονομική εκμετάλλευση της νεοαποκτηθείσης επαρχίας. Μία άλλη παράμετρος που έπρεπε να ληφθεί υπ’ όψιν ήταν και οι ενδεχόμενες αντιδράσεις του ντόπιου πληθυσμού και να είναι έτοιμη η βενετική διοίκηση να τις καταστείλει. Για να ευοδωθούν όλα τα παραπάνω έπρεπε να εγκατασταθεί και να οργανωθεί ένας ισχυρός βενετικός πυρήνας στο νησί. Αυτό θα ήταν κατορθωτό μόνο με την αποστολή εποίκων με βενετική υπηκοότητα. Μετά από κάποια διαβήματα του Τιέπολο η Βενετία έλαβε την απόφαση να αποστείλει στην Κρήτη εποίκους από τις μεγάλες οικογένειες της μητρόπολης, εφαρμόζοντας έτσι ένα σύστημα στρατιωτικού εποικισμού, που θα επέτρεπε στις βενετικές αρχές της Κρήτης να κινητοποιηθούν άμεσα και με ασφάλεια σε κάποια ενδεχόμενη επαναστατική ενέργεια των ντόπιων. Οι Βενετοί έποικοι θα λάμβαναν ως φέουδα τις εκτάσεις της πλέον εύφορης κρητικής γης και ως αντάλλαγμα θα προσέφεραν τις στρατιωτικές τους υπηρεσίες και την πίστη τους στην μητρόπολη. Το διάταγμα που αφορούσε την πρώτη αποστολή υπεγράφη στη Βενετία στις 10 Σεπτεμβρίου 1211. Η ονομασία αυτού του εγγράφου είναι το Παραχωρητήριο έγγραφο (Carta Concessionis), ένα είδος σύμβασης της μητρόπολης με τους εποίκους της.
Οι πρώτοι έποικοι αναχώρησαν από τη Βενετία στις 20 Μαρτίου του 1212. Αποτελούνταν από 132 ευγενείς ή ιππότες και από 48 δημοτικούς ή πεζούς. Ακολούθησε ένας δεύτερος εποικισμός το 1222 και άλλοι δύο, το 1233 και το 1252. Οι έποικοι της τελευταίας αποστολής έκτισαν τα Χανιά πάνω στα ερείπια της αρχαίας Κυδωνίας. Σε μεταγενέστερες εποχές έγιναν και άλλοι εποικισμοί αλλά μικρότερης κλίμακας. Στον 13ο αιώνα εγκαταστάθηκαν στην Κρήτη περίπου 10.000 Βενετοί έποικοι. Ο αριθμός αυτός ήταν υπερβολικά μεγάλος για τα στατιστικά δεδομένα της ίδιας της Βενετίας και αυτό καταδεικνύει την ύψιστη σπουδαιότητα που απέδιδε η Βενετία στην κτήση της.
Σκοπός της Βενετίας δεν ήταν να εγκαθιδρύσει στην Κρήτη ένα φεουδαρχικό σύστημα πλήρως εναρμονισμένο στα δυτικά πρότυπα. Για λόγους πολιτικής και λόγω στρατιωτικής σκοπιμότητας θέλησε να δημιουργήσει ένα πολίτευμα όμοιο με το δικό της. Έτσι η Κρήτη κατέστη η «Βενετία της Ανατολής». Όλη η Κρήτη απετέλεσε μία ενιαία διοικητική περιφέρεια, που έλαβε το όνομα «Βασίλειο της Κρήτης» (Regno di Candia). Στην Κρήτη υπάγονταν διοικητικά και τα νησιά της Τήνου και τα Κύθηρα.
Το νησί διαιρέθηκε σύμφωνα με το βενετικό πρότυπο σε έξι τμήματα, τα λεγόμενα σεξτέρια και είχαν ως εξής:

1. Σεξτέριο των Αγίων Αποστόλων. Περιλάμβανε τις περιοχές Σητείας, Ιεράπετρας, Λασιθίου και Μιραμπέλλου, δηλαδή όλον περίπου το νομό του σημερινού Λασιθίου.
2. Σεξτέριο του Αγίου Μάρκου. Περιοχές του Ριζοκάστρου και της Πεδιάδας.
3. Σεξτέριο του Σταυρού. Περιοχές Μονοφατσίου, Καινούργιου και Πυργιώτισσας.
4. Σεξτέριο του Καστέλλου. Περιοχές Μυλοποτάμου, Αρίου και Απάνω Συβρίτου (Αμαρίου).
5. Σεξτέριο του Αγίου Παύλου. Περιοχές Καλαμώνος, Κάτω Συβρίτου και Ψυχρού.
6. Σεξτέριο του Dorsoduro. Περιοχές των Χανίων, Κισάμου και Σελίνου.

Το διοικητικό αυτό σχήμα διατηρήθηκε σε ισχύ για 100 χρόνια περίπου. Όμως από τις αρχές του 14ου αιώνα η Κρήτη διαιρέθηκε σε τέσσερα μεγάλα διαμερίσματα (territoria), που αντιστοιχούσαν περίπου στου σημερινούς νομούς:

Διαμέρισμα του Χάνδακα (Candia). Ήταν το μεγαλύτερο σε έκταση και περιλάμβανε το σημερινό νομό με τις επτά επαρχίες του, την επαρχία Μιραμπέλλου και το οροπέδιο Λασιθίου.
Διαμέρισμα του Ρεθύμνου. Περιλάμβανε τις σημερινές τέσσερεις επαρχίες του νομού.
Διαμέρισμα των Χανίων. Περιλάμβανε τις σημερινές επαρχίες Κυδωνίας, Αποκόρωνα, Κισάμου και Σελίνου.
Διαμέρισμα Σητείας. Περιλάμβανε τις σημερινές επαρχίες Σητείας και Ιεράπετρας.

Η περιοχή των Σφακίων δεν υποτάχθηκε ποτέ ολοκληρωτικά από τους Βενετούς. Τη βενετική εξουσία ασκούσε εδώ ένας Προνοητής, που εξαρτάτο διοικητικά άλλοτε από τον Χάνδακα και άλλοτε από τα Χανιά.
Ουσιαστικά η διοικητική διαίρεση της Κρήτης ήταν ένα πιστό αντίγραφο μικρότερης κλίμακας του μητροπολιτικού συστήματος διοίκησης. Την ανώτατη πολιτική εξουσία κατείχε ο δούκας, ο οποίος εκλεγόταν από τις επιφανέστερες οικογένειες της Βενετίας. Έδρα είχε τον Χάνδακα και η θητεία του ήταν διετής. Την εξουσία του ασκούσε με τη βοήθεια δύο συμβούλων, των οποίων η θητεία ήταν επίσης δύο χρόνων. Ο δούκας και οι δύο του σύμβουλοι συνιστούσαν την Αυθεντία της Κρήτης. Στις άλλες πρωτεύουσες των νομών την εξουσία είχαν ως πολιτικοί διοικητές, οι ρέκτορες, που όμως κατείχαν και κάποια περιορισμένη στρατιωτική εξουσία.
Ένα άριστα οργανωμένο πλήθος υπαλλήλων ήταν επιφορτισμένο για την εκτέλεση του έργου της διοίκησης. Οι πιο πολλοί διορίζονταν απ’ ευθείας από τη Βενετία την οποίαν υπηρετούσαν με άκρα αφοσίωση. Σημαντική θέση στην υπαλληλική κυριαρχία είχαν οι οικονομικοί υπάλληλοι. Κάθε διαμέρισμα διατηρούσε το δικό του ταμείο. Στην κατώτερη ιεραρχία ανήκαν οι δικαστές και οι αστυνόμοι. Οι δημόσιες θέσεις καταλαμβάνονταν αποκλειστικά από Βενετούς ή από άλλους Ιταλούς. Το μοναδικό επάγγελμα που επιτρεπόταν στους ντόπιους να ασκούν ήταν αυτό του νοταρίου, δηλαδή του συμβολαιογράφου.
Αναφορικά με τον στρατιωτικό έλεγχο της Κρήτης, αυτός επετεύχθη με την ίδρυση φρουρίων σε επίκαιρες θέσεις και με την ύπαρξη ετοιμοπόλεμου στρατού. Την αρχηγία του στρατού είχε ο στρατιωτικός διοικητής του Χάνδακα. Την εποπτεία του ναυτικού είχε ο αρχιναύαρχος του βενετικού στόλου, ο οποίος ήταν στην κορυφή της ιεραρχίας των αρχών της Κρήτης. Οι Βενετοί φεουδάρχες ήταν υποχρεωμένοι να υπηρετούν στις γαλέρες ως κυβερνήτες.
Σε ιδιαιτέρως κρίσιμες περιπτώσεις η Βενετία έστελνε στην Κρήτη έναν Γενικό Προβλεπτή, με απόλυτες εξουσίες στα στρατιωτικά ζητήματα. Έτσι με αυτές τις εξουσίες είχε στα χέρια του απόλυτα τη διοίκηση της Κρήτης. Ο θεσμός αυτός έγινε μόνιμος από το 1569, όταν ο τουρκικός κίνδυνος ήταν εμφανέστατος για τη Βενετία. Ο Γενικός Προβλεπτής εκλεγόταν από τα επισημότερα γένη της Βενετίας. Πολλοί από τους Προβλεπτές αργότερα, αν είχαν επιτυχημένη πολιτική πορεία, γίνονταν δόγηδες της μητρόπολης. Οι βενετικές αρχές της Κρήτης πολλές φορές εξέφραζαν παράπονα στη μητρόπολη για τον παραγκωνισμό τους από αυτές τις υπερεξουσίες των Γενικών Προβλεπτών, εν τούτοις όμως ο θεσμό αυτός αποδείχθηκε πλειστάκις χρήσιμος και σωτήριος σε περιπτώσεις εντόνων κρίσεων στο νησί. Η θητεία των Προβλεπτών ήταν διετής και με τη λήξη της θητείας τους υπέβαλλαν λεπτομερή αναφορά στη μητρόπολη για τα πεπραγμένα τους και για τη γενικότερη κατάσταση του Βασιλείου της Κρήτης.