ΚΡΗΤΗ

ΚΡΗΤΗ

Δευτέρα 1 Νοεμβρίου 2010

Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821 ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ

2. Η επανάσταση του 1821-1830

Η επανάσταση στην Κρήτη ήταν ένα μοναδικό φαινόμενο σε όλη την ιστορία του ελληνισμού. Η Κρήτη επαναστάτησε κατά της οθωμανικής κυριαρχίας με μοναδικό ακατανίκητο όπλο την ελληνική συνείδηση των κατοίκων, τη ζωτικότητά τους και την ασυγκράτητη οργή κατά του βαρβάρου δυνάστου.
Ήταν δύσκολη η έκρηξη της επανάστασης στην Κρήτη, αμέσως μετά την επανάσταση στην Πελοπόννησο τον ίδιο καιρό. Η παντελής έλλειψη όπλων και εφοδίων, η μεγάλη αναλογία του τουρκικού πληθυσμού και η αγριότητά του ήταν ανασταλτικοί παράγοντες για να παρθεί η απόφαση από τους κατά τόπους οπλαρχηγούς να επαναστατήσουν.
Οι τουρκικές αρχές όμως είχαν εντείνει την επιτήρησή τους, μετά την έκρηξη του κινήματος στην Πελοπόννησο. Μόλις ξέσπασε η επανάσταση στην Πελοπόννησο, διατάχθηκε ο μητροπολίτης Γεράσιμος Παρδάλης από την τουρκική διοίκηση να καλέσει στον Χάνδακα όλους τους επισκόπους του νησιού, μάλλον για να κρατηθούν ως όμηροι. Ο μητροπολίτης, μην μπορώντας να πράξει διαφορετικά, έστειλε τις σχετικές προσκλήσεις, αλλά παράλληλα ειδοποίησε τους επισκόπους να μην μεταβούν στον Χάνδακα. Ήρθαν πέντε επίσκοποι, που κανένας δεν σώθηκε.
Η επαναστατική δραστηριότητα ξεκίνησε από τα Σφακιά στις αρχές Απριλίου του 1821. Στις 7 Απριλίου στα Γλυκά Νερά Σφακίων έγινε συνέλευση, για να εξεταστούν τα πράγματα στην Κρήτη και να μελετηθεί το ενδεχόμενο της σύμπραξης όλων των επαρχιών στην επανάσταση. Οι Σφακιανοί αναλογίστηκαν και την οδυνηρή εμπειρία του 1770 και ήταν πολύ επιφυλακτικοί. Η συνέλευση επαναλήφθηκε στις 15 Απριλίου 1821 στην Παναγία Θυμιανή. Κατά τη διάρκεια των διαβουλεύσεων ελήφθη η απόφαση για την επανάσταση, αλλά οι πολεμικές επιχειρήσεις άρχισαν στις αρχές Ιουνίου του 1821. Η 14η Ιουνίου 1821 ήταν η επίσημη ημέρα έναρξης του κρητικού αγώνα, όπου την ίδια ημέρα σημειώθηκε και η πρώτη νικηφόρα μάχη στο Λούλο Χανίων.
Οι Τούρκοι όμως από την πλευρά τους δεν έμειναν απαθείς. Στις 19 Ιουνίου 1821 απαγχονίστηκε ο επίσκοπος Κισάμου Μελχισεδέκ Δεσποτάκης και ο επίσκοπος Κυδωνίας Καλλίνικος Σαρπάκης φυλακίστηκε. Οι ηγούμενοι των μοναστηριών σκοτώθηκαν από τα εξαγριωμένα πλήθη μουσουλμάνων. Ομάδα φανατικών μουσουλμάνων εισήλθε στη γυναικεία μονή του Τιμίου Προδρόμου, στις Κορακιές Ακρωτηρίου στα Χανιά, και ατίμασε και έσφαξε όλες τις μοναχές. Οι σφαγές ήταν τόσο άγριες και μέσα στην πόλη των Χανίων, όπου 400 Χριστιανοί χάθηκαν μέσα σε λίγες μέρες.
Τα ίδια γεγονότα συνέβησαν και στο Ρέθυμνο, όπου ο επίσκοπος Γεράσιμος Περδικάρης ή Κοντογιαννάκης φυλακίστηκε υπό άθλιες συνθήκες και τον επόμενο χρόνο απαγχονίστηκε. Οι Τούρκοι ράντισαν με το αίμα της καρδιάς του τις πολεμικές σημαίες για να νικήσουν.
Στον Χάνδακα όμως διαδραματίστηκαν απερίγραπτες βιαιότητες. Ο Σερίφ πασάς του Χάνδακα είχε δώσει την άδεια σε όλον τον τουρκικό πληθυσμό να οπλοφορεί. Στις 23 Ιουνίου 1821 έφθασε στο λιμάνι του Χάνδακα ένα τουρκικό πλοίο, που έφερε την είδηση για τα έκτροπα στην Κωνσταντινούπολη και τον απαγχονισμό του πατριάρχη. Αυτό ήταν και το έναυσμα για τη μεγαλύτερη σφαγή που έγινε ποτέ στην Κρήτη, η οποία έμεινε στη μνήμη του λαού ως «ο μεγάλος αρπεντές». Στις 24 Ιουνίου 1821 οι Τούρκοι σκότωσαν τον μητροπολίτη Γεράσιμο Παρδάλη και τους επισκόπους Κνωσού Νεόφυτο, Χερρονήσου Ιωακείμ, Λάμπης και Σφακίων Ιερόθεο, Σητείας Ζαχαρία και Διοπόλεως Καλλίνικο. Η μητρόπολη λεηλατήθηκε και κάηκε, οι ηγούμενοι των μοναστηριών εκτελέστηκαν και πολλοί άλλοι κληρικοί βρήκαν τραγικό θάνατο. Της συγκεκριμένης μέρας οι νεκροί στον Χάνδακα ανήλθαν σε 800, συνυπολογιζομένων και αυτών στα περίχωρα της πόλης. Τα έντονα διαβήματα των υποπροξένων της Αγγλίας και της Γαλλίας συγκράτησαν τους Τούρκους και έσωσαν τους κατοίκους του Μεγάλου Κάστρου από τον γενικευμένο όλεθρο.
Ανάλογα γεγονότα έγιναν και στην ανατολική Κρήτη. Τον επίσκοπο Πέτρας Ιωακείμ τον έσφαξαν οι Τούρκοι του χωριού Χουμεριάκο. Η μονή Τοπλού στη Σητεία λεηλατήθηκε και πολλοί μοναχοί εσφάγησαν από τους εξαγριωμένους μουσουλμάνους.
Η επανάσταση λοιπόν είχε φυσικό ορμητήριο τα Σφακιά. Από εκεί εξαπλώθηκε ταχύτατα σε όλη τη δυτική Κρήτη. Οι Τούρκοι επεχείρησαν να διαλύσουν τα επαναστατικά κέντρα στα ορεινά χωριά της Κυδωνίας και του Αποκόρωνα, για να κινηθούν προς τα χωριά των Σφακίων. Άγριες μάχες έγιναν το καλοκαίρι του 1821 στα Κεραμειά, στη Μαλάξα και στον Αποκόρωνα. Επικεφαλής των επαναστατών ήταν οι οπλαρχηγοί Α. Παναγιώτου και Γεώργιος Δασκαλάκης, ο Σήφακας από τον Αποκόρωνα και οι αδελφοί Ιωάννης και Βασίλειος Χάλης από το χωριό Θέρισο Χανίων. Όλες οι προσπάθειες των Τούρκων απέτυχαν. Μια σημαντική νίκη σημείωσαν οι Κρήτες στις 15 Ιουνίου 1821 στους Λάκκους Κυδωνίας. Ο Λατίφ πασάς των Χανίων με 5.000 άνδρες ηττήθηκε και ο στρατός του διασκορπίστηκε, καθώς προσπαθούσε να καταλάβει το Θέρισο. Οι Τούρκοι, υποχωρώντας, εγκατέλειψαν τον οπλισμό και τα πυρομαχικά τους, πολύτιμα λάφυρα στα χέρια των επαναστατών.
Στην περιοχή του Ρεθύμνου ένα τουρκικό εκστρατευτικό σώμα επεχείρησε να κινηθεί προς τα Σφακιά, αλλά δέχθηκε επίθεση στο χωριό Ρούστικα από τους ρεθυμνιώτες οπλαρχηγούς Αναγνώστη και Πέτρο Μανουσέλη, Δεληγιαννάκη, Αντ. Χελιδόνη, Γ. Τσουδερό και αποδεκατίστηκε. Οι αρχηγοί των Τούρκων Γλυμίδης και Κουντούρης σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια των μαχών. Την ίδια μέρα οι οπλαρχηγοί Ρούσος Βουρδουμπάς, Β. Κουρμούλης, Γ. Τσουδερός, Πωλογιώργης και Μελιδόνης απέκρουσαν επιτυχώς επίθεση των Τούρκων από τη σημερινή επαρχία Αμαρίου στη θέση Άγ. Ιωάννης ο Καημένος. Από τα όπλα που άφησαν πίσω οι τρομοκρατημένοι Τούρκοι οπλίστηκαν πολλοί επαναστάτες.
Στην ανατολική Κρήτη η επανάσταση εκδηλώθηκε λίγες μέρες αργότερα. Στην περιοχή του Ηρακλείου η επανάσταση ξεκίνησε από τη Μεσαρά, με κύριο εμψυχωτή και διοργανωτή τον επιφανή κρυπτοχριστιανό Μιχαήλ Κουρμούλη.
Πρωταρχικός στόχος των Τούρκων ήταν να καταστραφούν τα Σφακιά, για να καταστείλουν έτσι την επανάσταση. Στα τέλη Ιουλίου 1821 ο Σερίφ πασάς του Ηρακλείου, με την ιδιότητα του αρχιστρατήγου Κρήτης, οργάνωσε μιας μεγάλης κλίμακας εκστρατεία, στην οποία συνέβαλαν και οι άλλοι πασάδες του νησιού. Διοργανώθηκε ένα εκστρατευτικό σώμα 3.500 ανδρών με ιππικό και πυροβολικό, το οποίο ξεκίνησε από το Ηράκλειο. Σταδιακά, κατά τη διάρκεια της πορείας του δέχθηκε και άλλες ενισχύσεις από τους υπόλοιπους πασάδες και αγάδες, ανερχόμενο έτσι στους 8.000 άνδρες. Οι Κρητικοί αποπειράθηκαν να αναχαιτίσουν τους Τούρκους στην περιοχή του Ρεθύμνου αλλά ηττήθηκαν και πολλοί οπλαρχηγοί σκοτώθηκαν. Ο τουρκικός στρατός ανενόχλητος κατέστρεψε ολοσχερώς τα χωριά του Αποκόρωνα και έφθασε στον κόλπο της Σούδας, όπου ενώθηκε με τον στρατό των Χανίων. Τα θύματα της τουρκικής θηριωδίας στην περιοχή του Αποκόρωνα ξεπέρασαν τις 3.000. Στο Θέρισο κατάφεραν οι επαναστάτες να ανακόψουν την προέλαση των τουρκικών δυνάμεων. Στη μάχη της 19ης Αυγούστου, που έγινε εκεί, οι Τούρκοι είχαν απώλειες 200 άνδρες. Όμως και πολλοί Κρητικοί σκοτώθηκαν.
Οι Σφακιανοί αισθανόμενοι την κρισιμότητα της κατάστασης έκαναν δραματικές εκκλήσεις προς τους άλλους Έλληνες για επείγουσα βοήθεια. Τα αιτήματά τους αφορούσαν πυρομαχικά, όπλα αλλά και πολεμικά πλοία, που κάνοντας την εμφάνισή τους στα κρητικά παράλια, θα εκφόβιζαν τους Τούρκους.
Η βοήθεια δεν κατέφθασε ποτέ και οι Τούρκοι, με επικεφαλής τον Οσμάν πασά του Ρεθύμνου, διείσδυσαν στα Σφακιά στις 29 Αυγούστου 1821. Η επαρχία υπέστη φρικτή λεηλασία και καταστροφή. Οι οπλαρχηγοί στην προσπάθειά τους να σώσουν τον άμαχο πληθυσμό, που είχε συγκεντρωθεί στις παραλίες με την ελπίδα της επιβίβασης σε κάποιο πλοίο, δεν αντέταξαν καμία αντίσταση. Μετά την καταστροφή των Σφακίων οι Τούρκοι επέστρεψαν στην ασφάλεια των φρουρίων τους. Τα φαινόμενα έδειξαν ότι η επανάσταση στην Κρήτη έτεινε να κατασταλεί και οι Τούρκοι επιβεβαίωσαν γι’ αυτό την Υψηλή Πύλη στην Κωνσταντινούπολη.
Παρά ταύτα, η επανάσταση αναζωπυρώθηκε σχετικά γρήγορα. Τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο του 1821 οι επαναστάτες ανασύνταξαν τις δυνάμεις τους και απώθησαν τους Τούρκους από τον Αποκόρωνα και την Κυδωνία με συντονισμένες επιθέσεις. Ενωρίς όμως κατέστη σαφές ότι η επανάσταση δεν θα μπορούσε να είναι επιτυχής αν δεν υπήρχε ενιαία στρατιωτική και πολιτική διοίκηση. Η πολυαρχία, η φιλοδοξία και οι διαμάχες των οπλαρχηγών εμπόδιζαν την κοινή και μεθοδευμένη πολεμική δράση. Η ανάδειξη ενός αρχηγού θα συνέδεε την Κρήτη στενότερα με τις άλλες επαναστατημένες περιοχές του ελληνισμού και θα υποστηριζόταν έτσι λυσιτελέστερα ο κρητικός αγώνας. Οι Κρήτες απευθύνθηκαν στον Δημήτριο Υψηλάντη και του ζήτησαν να διορίσει έναν Γενικό Αρχηγό Κρήτης. Πιο συγκεκριμένα, το σχετικό αίτημα διαβίβασε η «Καγκελαρία Σφακίων», η οποία δεν υπέδειξε κανέναν Κρητικό για την ανάληψη αυτής της θέσης παρά μόνο τον κρυπτοχριστιανό Μιχαήλ Κουρμούλη, πρόταση όμως που δεν βρήκε καμία ανταπόκριση. Ο Δημήτριος Υψηλάντης υπέδειξε τον Αλέξανδρο Καντακουζηνό, ο οποίος όμως δεν αποδέχθηκε την πρόταση. Τότε ο Δημήτριος Υψηλάντης απευθύνθηκε στον Μιχαήλ Κομνηνό Αφεντούλη (ή Αφεντούλιεφ), ο οποίος δέχθηκε πρόθυμα τη θέση αυτή. Ο Αφεντούλης κατέβηκε στο νησί τον Νοέμβριο του 1821 και παρέμεινε έως τον Νοέμβριο του 1822, φέρνοντας τον εντυπωσιακό τίτλο του «Γενικού Επάρχου και Αρχιστρατήγου Κρήτης».
Η επιλογή του Αφεντούλη για τη θέση του Γενικού Διοικητή Κρήτης δεν ήταν η πανάκεια για τα ποικίλα προβλήματα που αντιμετώπιζε η επανάσταση στην Κρήτη. Οι Κρητικοί δεν ήθελαν να τους διοικεί ένας ξένος που δεν γνώριζε καθόλου τον χαρακτήρα και τα προβλήματα του τόπου τους. Η σωματική του δυσμορφία και η γενικά η εξωτερική του εμφάνιση δεν ενέπνεαν καθόλου τον σεβασμό και την εμπιστοσύνη, ενώ η υπεροψία του και ο εγγενής καιροσκοπισμός του τον έκαναν αντιπαθητικό στους περήφανους Κρήτες αγωνιστές. Η θέση του υπονομευόταν ακόμη περισσότερο, λόγω της συνεχούς διαμάχης του με τους Σφακιανούς. Για να ενδυναμώσει τη θέση του ο Αφεντούλης απένειμε κάποιους τίτλους και διακρίσεις σε οπλαρχηγούς, προκειμένου να τους πάρει με το μέρος του. Αυτή η κίνηση απετέλεσε ένα ολέθριο λάθος, γιατί όξυνε τις ήδη υπάρχουσες αντιθέσεις και προκάλεσε βαθειά κρίση στον κρητικό αγώνα.
Η θέση του Αφεντούλη έγινε ακόμη πιο δυσχερής, όταν είχε κάποιες πολεμικές αποτυχίες. Τον Μάρτιο του 1822 πολιόρκησε το Ρέθυμνο, πιστεύοντας ότι θα καταλάβει εύκολα την πόλη. Όμως η πολιορκία απέτυχε και υπήρξαν βαρύτατες απώλειες. Ανάμεσα στους νεκρούς ήταν και ο Γάλλος φιλέλληνας Βαλέστρας. Δύο μήνες αργότερα οι επαναστάτες ηττήθηκαν στην Μαλάξα Χανίων, στις 10 Μαΐου 1822.
Ο Αφεντούλης αναμφισβήτητα οργάνωσε κάπως τις επαναστατικές δραστηριότητες και επί ημερών της αρχή του η επανάσταση εξαπλώθηκε σε όλο το νησί. Επίσης, προσπάθησε να οργανώσει πολιτικά τον αγώνα και να προετοιμάσει ένα σχέδιο πολιτικού Οργανισμού. Για τον σκοπό αυτό κάλεσε τον Πέτρο Ομηρίδη Σκυλίτση, που είχε ήδη αντιπροσωπεύσει το νησί στην Α’ Εθνική Συνέλευση της Επιδαύρου.
Από 11 έως 21 Μαΐου 1822 συγκλήθηκε στους Αρμένους Αποκορώνου Γενική Συνέλευση των Κρητών, για την ψήφιση Προσωρινού Πολιτεύματος και για την ανάδειξη των φροντιστών (υπουργών) του αγώνα. Έλαβαν μέρος 40 εκπρόσωποι των κρητικών επαρχιών, υπό την προεδρία του Πέτρου Ομηρίδη. Ο Ομηρίδης υπήρξε διαλλακτικός και εργάστηκε με ζήλο για την αποκατάσταση της ηρεμίας στο νησί.
Η Γενική Συνέλευση των Κρητών εξέδωσε Προκήρυξη και ψήφισε σχέδιο συντάγματος με τον τίτλο: «Προσωρινὴ Πολιτεία τῆς νήσου Κρήτης». Το σχέδιο αυτό περιλάμβανε 7 μέρη: 1. Περί θρησκείας, 2. Περί γενικών δικαιωμάτων των κατοίκων της νήσου, 3. Περί της περιοχής της νήσου, 4. Περί Διοικήσεως, 5. Περί εκλογής της Διοικήσεως, 6. Περί χρεών και δικαιωμάτων των διοικούντων και 7. Περί γενικής τάξεως και αλληλογραφίας. Η Γενική Συνέλευση των Αρμένων ψήφισε επιπροσθέτως ένα «Σχέδιον προσωρινῆς Διοικήσεως τῆς νήσου Κρήτης», που πρόβλεπε τη διαίρεση του νησιού σε 4 επαρχίες. Μία μέρα μετά την επικύρωση του Προσωρινού Πολιτεύματος, η Γενική Συνέλευση ανακήρυξε με ψήφισμά της Γενικό Έπαρχο τον Αφεντούλη, και προχώρησε στον διορισμό των Γενικών Φροντιστών.
Πρακτικά, όλες οι προαναφερθείσες ρυθμίσεις δεν εφαρμόστηκαν ποτέ συνολικά. Ο Πέτρος Ομηρίδης εγκατέλειψε το νησί, μόλις έγινε γνωστό το γεγονός ότι είχαν αποβιβαστεί οι αιγυπτιακές δυνάμεις στα τέλη Μαΐου 1822, ενώ ο Αφεντούλης παρέμεινε για λίγους μήνες ανίσχυρος.
Επειδή ο σουλτάνος Μαχμούτ Δ’ έβλεπε ότι δεν ήταν δυνατόν να αντιδράσει αποτελεσματικά στην Κρήτη, ζήτησε τη βοήθεια του Μεχμέτ Αλή της Αιγύπτου. Ο τελευταίος αποδέχθηκε την πρόσκληση, γιατί τα μελλοντικά σχέδιά του περιλάμβαναν την Κρήτη στις κτήσεις του. Απέστειλε λοιπόν ισχυρές στρατιωτικές στο νησί, με επικεφαλής τον γαμπρό του, Χασάν πασά. Στις 28 Μαΐου 1822 προσορμίστηκε στο λιμάνι της Σούδας ο αιγυπτιακός στόλος, που αποτελείτο από 30 πολεμικά και 84 φορτηγά πλοία.
Ο Χασάν πασάς δεν χρονοτρίβησε καθόλου. Οι κινήσεις του ήταν ταχύτατες. Στις αρχές Ιουνίου του 1822 επιτέθηκε στην τοποθεσία της Μαλάξας, όπου όμως οι επαναστάτες κράτησαν τις θέσεις τους. Επειδή όμως οι οπλαρχηγοί συνεχώς διαφωνούσαν μεταξύ τους και δεν υπήρχε η επιβαλλομένη πειθαρχία και τάξη, δεν διαγραφόταν καμία ελπίδα αποτελεσματικής αντιμετώπισης του Χασάν πασά στο μέλλον. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, μια επίθεση των Κρητών στα Τσικαλαριά στα Χανιά στις 12 Ιουνίου απέτυχε με τίμημα βαρύτατες απώλειες για τους επαναστάτες. Λόγω συνεχόμενων αποτυχιών οι επαναστάτες αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν σε πιο ασφαλείς θέσεις και έτσι η Μαλάξα πέρασε στα χέρια των Τούρκων στις 13 Ιουνίου 1822.
Το ίδιο χρονικό διάστημα ο Σερίφ πασάς του Χάνδακα επιτέθηκε και ισοπέδωσε τα Ανώγεια, των οποίων οι κάτοικοι βρήκαν καταφύγιο στα όρη. Οι Ανωγειανοί όμως οπλαρχηγοί αντεπιτέθηκαν με σφοδρότητα στο στρατόπεδο του Σερίφ στον Άγιο Μύρωνα (χωριό βορειοδυτικά του σημερινού Ηρακλείου) και επιφέροντας τη σύγχυση, κατάφεραν να παρασύρουν ένα σώμα 350 Τουρκαλβανών στον Κρουσώνα και να το εξοντώσουν εξ ολοκλήρου.
Το καλοκαίρι του 1822 η επανάσταση στην Κρήτη βρισκόταν υπό την απειλή σοβαρότατου κινδύνου. Όλες οι εκκλήσεις που απηύθυνε ο Αφεντούλης για βοήθεια έμειναν αναπάντητες. Ένα αισιόδοξο γεγονός ήταν ότι τον Ιούλιο του 1822 ο Στέφανος Βασιλόπουλος έφερε 900 όπλα, που αγοράστηκαν στην Μασσαλία με χρήματα του Βαρβάκη, και δόθηκαν στις ανατολικές επαρχίες για να αναγεννηθεί η επανάσταση.
Ο Χασάν πασάς από τις πρώτες συγκρούσεις του στρατού του με τους επαναστάτες αντιλήφθηκε ότι η καταστολή της επανάστασης ήταν ένα έργο εξαιρετικά δυσχερές. Αποφάσισε λοιπόν να μεταχειρισθεί ηπιότερες μεθόδους. Αποφυλάκισε τον επίσκοπο Κυδωνίας Καλλίνικο και τον ανάγκασε να στείλει στους επαναστάτες ποιμαντική εγκύκλιο στις 4 Ιουλίου 1822, προτρέποντάς τους να παραδώσουν τα όπλα. Παραλλήλως, ο Χασάν καλούσε τον λαό της Κρήτης με προκηρύξεις να υποταχθεί στον ηγεμόνα της Αιγύπτου, δίδοντας την υπόσχεση μιας αγαθούς διακυβέρνησης. Οι Χανιώτες οπλαρχηγοί Χάληδες ήταν αυτοί που απάντησαν στον Χασάν, διατρανώνοντας την επιμονή τους για τη συνέχιση του αγώνα.
Ο Χασάν ξεκίνησε πάλι τις πολεμικές επιχειρήσεις την 1η Αυγούστου 1822. Εξόρμησε με ισχυρές δυνάμεις από τον Πλατανιά στα Χανιά, σκοπεύοντας να διαλύσει τις επαναστατικές εστίες στην ορεινή Κυδωνία. Μέχρι την 6η Αυγούστου είχε καταλάβει τα χωριά Λάκκους και Θέρισσο, υφιστάμενος όμως τις αλλεπάλληλες οχλήσεις των τοπικών οπλαρχηγών. Κατά τη διάρκεια όμως των μαχών ο Χασάν έχασε 600 άνδρες, γεγονός που τον έκανε να ανησυχήσει ιδιαιτέρως. Άφησε την ορεινή Κυδωνία, πέρασε στον Αποκόρωνα καίοντας τα πάντα στο πέρασμά του, και προχώρησε έως το Ρέθυμνο, στον Μυλοπόταμο. Η προέλαση αυτή των αιγυπτιακών δυνάμεων έφερε σε πολύ κρίσιμη κατάσταση την επανάσταση, καθώς δεν μπορούσε κανείς οπλαρχηγός να αναχαιτίσει οριστικά την ορμή των δυνάμεων των Αιγυπτίων.
Στον Μυλοπόταμο ο Χασάν στρατοπέδευσε στο μοναστήρι του Χριστού της Χαλέπας Μυλοποτάμου, όπου εκεί του επιτέθηκαν Ανωγειανοί και Μυλοποταμίτες οπλαρχηγοί στις 30 Αυγούστου 1822, επιφέροντάς του μεγάλες ζημιές. Την επόμενη μέρα δέχθηκε νέα επίθεση, η οποία εξελίχθηκε σε πολύωρη και πολύνεκρη μάχη στη θέση Σκλαβόκαμπος. Επειδή η περιοχή δεν ήταν ασφαλής, ο Χασάν κινήθηκε ανατολικά προς το Ηράκλειο. Εν συνεχεία εισέβαλε στην επαρχία Πεδιάδας, με σκοπό να εισέλθει στο οροπέδιο Λασιθίου, που ήταν ορμητήριο των επαναστατών. Οι επαναστάτες όμως, παρακολουθώντας από κοντά τις κινήσεις του αιγυπτιακού στρατού, είχαν καταλάβει τις προσβάσεις. Ο Χασάν λοιπόν δεν κατάφερε να εκβιάσει την είσοδό του στο οροπέδιο και έτσι κατευθύνθηκε προς τη Βιάννο, όπου και στρατοπέδευσε. Στα τέλη Οκτωβρίου 1822 πέρασε στην Ιεράπετρα και από κει με σύντονες κινήσεις πέρασε στα χωριά Μάλες, Κρούστας και Κριτσά στο Μιραμπέλλο. Από αυτά τα χωριά κινήθηκε στο οροπέδιο του Καθαρού και από κει εισέβαλε στο οροπέδιο του Λασιθίου, καταστρέφοντας όλα τα χωριά της περιοχής.
Η επανάσταση λοιπόν διέτρεχε τον έσχατο κίνδυνο και παραλλήλως η εσωτερική αναρχία είχε κορυφωθεί. Ο Αφεντούλης είχε έλθει σε οξύτατη αντιπαράθεση με τους Κρήτες οπλαρχηγούς και η θέση του ήταν πια προβληματική. Με συνεχείς αναφορές του στον Κωλέττη και στον Κουντουριώτη ζητούσε την αντικατάστασή του, προβάλλοντας ως δικαιολογία, αδυναμία εκτέλεσης καθηκόντων. Ο Γενικός Γραμματέας της Καγκελαρίας Νεόφυτος Οικονόμος και οι Φροντιστές συνέλαβαν και φυλάκισαν τον Αφεντούλη, κατηγορώντας τον για αδράνεια και για προδοτική διάθεση. Η Κρήτη έμεινε χωρίς διοικητή και οι «Παραστάται καὶ Πληρεξούσιοι τῆς Πατρίδος» Αναγνώστης Παναγιώτου, Γεώργιος Παπαδάκης, Νικόλαος Ανδρέου, Αναγνώστης Ιερωνυμάκης και Εμμανουήλ Αντωνιάδης, που είχαν σταλεί στην Πελοπόννησο, ζήτησαν τον διορισμό του Εμμ. Τομπάζη στη θέση του Αφεντούλη (28 Νοεμβρίου 1822). Ο Τομπάζης κατέβηκε στο νησί μετά από έξι μήνες.
Ο Χασάν έχοντας καταστρέψει το Λασίθι πέρασε τον χειμώνα στο Μιραμπέλλο, όπου τον Φεβρουάριο του 1823 έλαβε χώρα ένα πολύ σημαντικό επεισόδιο. Σε ένα σπήλαιο στο χωριό Μίλατος κατέφυγαν τρομοκρατημένοι 2.000 άμαχοι, μαζί με λίγους οπλοφόρους. Ο αιγυπτιακός στρατός πολιόρκησε το σπήλαιο για 15 μέρες. Λόγω του αποκλεισμού τους οι δυστυχείς άμαχοι παραδόθηκαν και άλλοι εκτελέστηκαν επί τόπου, ενώ άλλοι πωλήθηκαν ως δούλοι.
Εν τω μεταξύ ο Τομπάζης έφθασε στην Κρήτη με τον τίτλο του «Αρμοστή» στις 21 Μαίου 1823, μαζί με μια μικρή ναυτική μοίρα και με ένα σώμα 600 εθελοντών. Η άφιξη του Τομπάζη αναπτέρωσε τις ελπίδες των αγωνιστών για την ευόδωση της επανάστασης. Ο Τομπάζης αποβιβάστηκε στο Καστέλλι Κισάμου και αυτό έκανε την φρουρά της περιοχής να παραδοθεί, που με μια έντιμη συμφωνία ο Τομπάζης εγγυήθηκε την ασφαλή μεταφορά τους στα Χανιά.
Αντί όμως ο Τομπάζης να καταλάβει τη Γραμπούσα και να δημιουργήσει έτσι μια απόρθητη ναυτική βάση για τον έλεγχο των ακτών, στράφηκε κατά της περιοχής του Σελίνου. Ένας μεγάλος αριθμός Τούρκων αμάχων πολιορκήθηκε στην Κάντανο. Έγιναν διαπραγματεύσεις για να παραδοθούν, αλλά οι Τούρκοι κωλυσιεργούσαν, ελπίζοντας ότι θα σταλεί βοήθεια από τα Χανιά. Στο τέλος συνθηκολόγησαν και έφυγαν προς τα Χανιά, αλλά στην περιοχή Σέμπρωνας περικυκλώθηκαν από Σφακιανούς αγωνιστές και αποδεκατίστηκαν (7 Ιουνίου 1823).
Εν τω μεταξύ οι Τούρκοι ανασυντάχθηκαν. Ο νέος στρατηγός των τουρκοαιγυπτιακών δυνάμεων ήταν τώρα ο Χουσεΐν βέης, καθώς ο Χασάν σκοτώθηκε σε ατύχημα με το άλογό του, γαμπρός και αυτός του Μεχμέτ Αλή της Αιγύπτου. Ο αιγυπτιακός στόλος με επικεφαλής τον Ισμαήλ Γιβραλτάρ έφτασε στην Κρήτη στις αρχές Ιουνίου 1823 και αποβίβασε 3.000 άνδρες μαζί με πολεμικό υλικό.
Μπροστά στα νέα δεδομένα, ο Τομπάζης συγκάλεσε σε συνέλευση τους οπλαρχηγούς στο χωριό Αρκούδαινα στον Αποκόρωνα στις 22 Ιουνίου 1823. Στη συνέλευση αυτή ψηφίστηκε ο «Ὀργανισμὸς τῆς ἐνιαυσίου τοπικῆς διοικήσεως τῆς νήσου Κρήτης», που στις βασικές του διατάξεις είχε ως πρότυπο το σύνταγμα της Επιδαύρου. Όλες οι εξουσίες συναιρέθηκαν στο πρόσωπο του Αρμοστή, ο οποίος δεν ήταν υποχρεωμένος να λογοδοτεί πουθενά. Έτσι η εσωτερική κατάσταση στο νησί έτεινε προς το χειρότερο και η αναρχία συνεχίστηκε.
Οι τουρκοαιγυπτιακές δυνάμεις, παρά τις όποιες εξελίξεις, δεν χρονοτρίβησαν καθόλου. Ο Χουσεΐν λοιπόν επικεφαλής 12.000 στρατιωτών, με υποστήριξη πυροβολικού και ιππικού, ήλθε το Ηράκλειο και στρατοπέδευσε στην περιοχή της Αγ. Βαρβάρας. Ο Τομπάζης κατάφερε να συγκεντρώσει 3.000 άνδρες στην περιοχή της Γέργερης. Σε μάχη που έγινε στις 20 Αυγούστου 1823, οι Κρητικοί δεν κατάφεραν να αποκρούσουν τις επιθέσεις του πολυάριθμου εχθρικού στρατεύματος και υποχώρησαν, έχοντας απώλειες 300 ανδρών. Ο Τομπάζης δεν μπόρεσε να στρατολογήσει άλλους στην περιοχή της Μεσαράς και έτσι αναχώρησε για τις δυτικές επαρχίες. Ο Χουσεΐν υπέταξε τη Μεσαρά ανενόχλητος και πέρασε στην περιοχή του Ρεθύμνου. Στις αρχές του Οκτώβρη 1823 στρατοπέδευσε στο χωριό Μελιδόνι Μυλοποτάμου και πολιόρκησε 370 γυναικόπαιδα και 30 ενόπλους στο παρακείμενο σπήλαιο. Η πολιορκία κράτησε τρεις μήνες, με το δράμα των εγκλείστων να κορυφώνεται, όταν οι Τούρκοι έριξαν εύφλεκτες ύλες από μία οπή του σπηλαίου και έβαλαν φωτιά. Όλοι οι πολιορκηθέντες πνίγηκαν από τους καπνούς.
Ο Χουσεΐν συνέχισε την προέλασή του ανενόχλητος προς τα δυτικά. Ο Τομπάζης προσπάθησε να καταλάβει το φρούριο της Γραμπούσας αλλά δεν τα κατάφερε. Επίσης, προσπάθησε να πυρπολήσει τον αιγυπτιακό στόλο στο λιμάνι της Σούδας αλλά δεν μπόρεσε να υλοποιήσει το σχέδιό του. Απηύθυνε δραματικές εκκλήσεις για βοήθεια προς την υπόλοιπη Ελλάδα αλλά δεν υπήρχε καμία ανταπόκριση, λόγω του ότι την περίοδο εκείνη, περί το 1824, η επαναστατημένη πατρίδα κλυδωνιζόταν από τον εμφύλιο πόλεμο.
Η Κρήτη λοιπόν έμεινε αβοήθητη. Ο Χουσεΐν κατέστρεψε τα χωριά του Αποκόρωνα τον Φεβρουάριο του 1824 και τον επόμενο μήνα εισέβαλε στα Σφακιά, από το φαράγγι του Κατρέ και την Κράπη. Μπροστά στον όγκο του τουρκοαιγυπτιακού στρατού πολλοί Σφακιανοί οπλαρχηγοί υποχώρησαν και δήλωσαν υποταγή. Οι εχθρικές δυνάμεις έφθασαν ανεμπόδιστες μέχρι το λιμάνι του Λουτρού, όπου ο Τομπάζης διέταξε να κάψουν τις αποθήκες των εφοδίων, για να μην περιέλθουν στους εχθρούς. Στο φαράγγι της Αγ. Ρούμελης συγκεντρώθηκαν τρομοκρατημένοι άμαχοι, που ζητούσαν τη σωτηρία στα πλοία. Ο ελληνικός στόλος με συντονισμένες ενέργειες παρέλαβε 10.000 άτομα από το λιμάνι του Λουτρού και 2.000 από άλλα λιμάνια των παρακείμενων ακτών.
Ο Τομπάζης δεν είχε πια άλλο λόγο να παραμένει στην Κρήτη. Στις 12 Απριλίου 1824 με προκήρυξή του προς όλους τους Κρητικούς συνιστούσε να συνεχίσουν τον αγώνα. Έφυγε από την Κρήτη μαζί με τον κρυπτοχριστιανό Μιχαήλ Κουρμούλη, ο οποίος πέθανε λίγο αργότερα στην Ύδρα, έχοντας δώσει τα πάντα για να περισώσει την πατρίδα του.
Αφού ο Τομπάζης απεχώρησε, η επανάσταση στην Κρήτη ουσιαστικά έσβησε. Την ημέρα αποχώρησης του Τομπάζη, ο Χουσεΐν με προκήρυξή του από το λιμάνι της Σούδας προς τον λαό της Κρήτης δήλωσε ότι παραχωρεί γενική αμνηστία. Λίγοι Κρητικοί έμειναν ανυπόταχτοι και συνέχισαν έναν απελπισμένο αγώνα με τη μορφή κλεφτοπολέμου. Σχημάτισαν ανταρτικές ομάδες, με τις οποίες διενεργούσαν δολιοφθορές. Αυτοί ήταν οι διαβόητοι «Καλησπέρηδες». Οι Τούρκοι δεν έμειναν άπραγοι. Οργάνωσαν και αυτοί τρομοκρατικές ομάδες αποτελούμενες από φανατικούς γενιτσάρους. Αυτοί ονομάζονταν «Ζουρίδες» (νυφίτσες).
Περί τα μέσα του 1825 οι Κρήτες πατριώτες που είχαν καταφύγει στην Πελοπόννησο και πολεμούσαν με τους άλλους Έλληνες, αποφάσισαν να αναθερμάνουν την επανάσταση στην Κρήτη. Ένα σώμα 300 ανδρών, με επικεφαλής τους Δημ. Καλλέργη και τον Εμμ. Αντωνιάδη, κατέφθασε στην Κρήτη και αποβιβάστηκε στην περιοχή της Γραμπούσας. Με ένα ευφυές σχέδιο κατέλαβαν το φρούριο στις 9 Αυγούστου 1825 και παράλληλα άλλοι επαναστάτες κατέλαβαν το φρούριο της Κισάμου. Έτσι η κρητική επανάσταση ξαναζωντάνεψε και άρχισε η περίοδος της Γραμπούσας (1825-1828).
Ο Μουσταφά πασάς, που είχε διαδεχθεί τον Χουσεΐν στη διοίκηση της Κρήτης, θορυβήθηκε και εξεστράτευσε εναντίον των επαναστατών στην Γραμπούσα με δύναμη 2.000 ανδρών. Η προσπάθειά του να ανακαταλάβει το φρούριο της Γραμπούσας απέτυχε. Οι επαναστάτες όμως περιορίστηκαν στην Γραμπούσα, όπου για να επιβιώσουν στράφηκαν προς την πειρατεία. Για δύο χρόνια το φρούριο ήταν ορμητήριο πειρατικών επιδρομών κατά των κρητικών παραλίων και κατά οποιουδήποτε διερχομένου πλοίου. Στη Γραμπούσα οργανώθηκε ένας οικισμός και χτίστηκε και εκκλησία αφιερωμένη στην Παναγία την Κλεφτρίνα.
Το φρούριο ενισχύθηκε και οργανώθηκε. Με την οικονομική συνδρομή Ελλήνων και Κρητών αγοράστηκε το πλοίο του Τομπάζη «Περικλής», που μετέφερε εφόδια και τρόφιμα στη φρουρά της Γραμπούσας. Την επίσημη επαναστατική αρχή απετέλεσε μια προσωρινή διοικούσα επιτροπή με την επωνυμία «Κρητικὸν Συμβούλιον».
Ένα σώμα 1.000 Κρητικών και 100 άλλων μεταφέρθηκε από τον Μιαούλη και άλλους Υδραίους καπετάνιους στη Γραμπούσα στα τέλη του Οκτωβρίου 1827, για να παρακινήσουν σε επανάσταση τις κρητικές επαρχίες. Επειδή οι οπλαρχηγοί των δυτικών επαρχιών φάνηκαν απρόθυμοι, αποφάσισαν να εκστρατεύσουν ανατολικά. Στις 20 Νοεμβρίου 1827 ισχυρή δύναμη με αρχηγό τον Ιω. Χάλη, αποβιβάστηκε στον Άγ. Νικόλαο. Η αντίσταση που πρόβαλαν οι Τούρκοι κάμφθηκε εύκολα και οι επαναστάτες κινήθηκαν προς το χωριό Κριτσά και από κει στην περιοχή της Νεάπολης. Τουρκική δύναμη στάλθηκε από το Ηράκλειο, με αρχηγό τον Λαδάογλου, αλλά διαλύθηκε και ο ίδιος ο Λαδάογλου σκοτώθηκε. Εν τω μεταξύ έφθαναν από την άλλη Ελλάδα συνεχώς εθελοντές και έτσι η δύναμη των επαναστατών ανήλθε στους 3.000 άνδρες. Όμως η απουσία κεντρικής διοίκησης και πειθαρχίας οδήγησε και αυτό το εγχείρημα σε αποτυχία. Στις 9 Δεκεμβρίου 1827 οι επαναστάτες δέχθηκαν επίθεση στα ανατολικά χωριά της επαρχίας Πεδιάδας από σώμα Τουρκαλβανών και υποχώρησαν. Άλλοι επέστρεψαν στην Γραμπούσα, άλλοι βρήκαν καταφύγιο στα βουνά και άλλοι έφυγαν στα νησιά.
Στους πρώτους μήνες του 1828, στα πλαίσια του σχεδίου του Καποδίστρια για την πάταξη της πειρατείας, στάλθηκε στην Γραμπούσα ο Αλ. Μαυροκορδάτος, με αγγλικό και γαλλικό στόλο. Τα πειρατικά πλοία καταστράφηκαν ολοσχερώς και το φρούριο παραδόθηκε στον Άγγλο ταγματάρχη Ουρκουάρτ, ο οποίος σκοτώθηκε λίγους μήνες αργότερα.
Λίγο πριν αυτές τις εξελίξεις, στην Γραμπούσα είχε αποβιβαστεί (5 Ιανουαρίου 1828) ο Ηπειρώτης αγωνιστής Χατζημιχάλης Νταλιάνης με ένα εκστρατευτικό σώμα 600 πεζών και 100 ιππέων. Στις αρχές Μαρτίου του 1828 ο Νταλιάνης κατέλαβε το Φραγκοκάστελλο και εκεί οχυρώθηκε. Ο Μουσταφά πασάς διοργάνωσε μια μεγάλη στρατιά για να επιτεθεί στον Νταλιάνη, ο οποίος βρισκόταν σε δυσχερέστατη θέση. Ο Μουσταφά με δύναμη 8.000 πεζών και 300 ιππέων έφτασε στο οροπέδιο του Ασκύφου Σφακίων στις 13 Μαΐου 1828. Πέντε μέρες αργότερα ο τουρκικός στρατός έφτασε στο Φραγκοκάστελλο, όπου συγκροτήθηκε μια από τις πιο φονικές μάχες της επανάστασης. Ο Χατζημιχάλης αφού πολέμησε γενναιότατα, σκοτώθηκε μαζί με 385 επίλεκτους στρατιώτες του. Οι Τούρκοι έχασαν 800 άνδρες. Η τραγική ήττα αυτών των γενναίων πολεμιστών στο Φραγκοκάστελλο (18 Μαΐου 1828) συνδέθηκε στη λαϊκή παράδοση της Κρήτης με ένα δυσεξήγητο οπτικό φαινόμενο, τους «Δροσουλίτες», που παρατηρείται κατά τα τέλη Μαΐου-αρχές Ιουνίου, υπό ορισμένες ατμοσφαιρικές συνθήκες στην ευρύτερη περιοχή.
Όταν ο Μουσταφά πασάς επέστρεφε στα Χανιά, δέχθηκε αιφνίδια επίθεση από Σφακιανούς οπλαρχηγούς. Στα Χάλαρα του Αγίου Αντωνίου ο Μουσταφάς έχασε 1.000 άνδρες, παθαίνοντας σχεδόν ολοκληρωτική καταστροφή, αφού ο στρατός του τράπηκε σε φυγή αφήνοντας πίσω του όπλα και εφόδια. Στις 30 Μαΐου του 1828 η διαλυμένη στρατιά του Μουσταφά έφθασε στα Χανιά.
Η κρητική επανάσταση αναζωπυρώθηκε σε όλες τις επαρχίες της Κρήτης και οι Τούρκοι αντέδρασαν με απίστευτες ωμότητες. Ο πασάς του Ηρακλείου Σουλεϊμάν υποσχέθηκε δώρα σε Τούρκους που θα έφερναν ακρωτηριασμένα μέλη Χριστιανών. Το καλοκαίρι του 1828 διεξήχθηκαν φονικές μάχες στην Μεσαρά, όπου οι οπλαρχηγοί Μιχ. Κόρακας, Ν. Μαλικούτης και Ιωάσαφ Ξωπατέρας περιόρισαν τους Τούρκους στα χωριά. Ο Ξωπατέρας πολιορκήθηκε από ισχυρές τουρκικές δυνάμεις στον πύργο της μονής Οδηγητρίας, όπου βρήκε τραγικό θάνατο τον Μάρτιο του 1828. Τον θάνατό του εκδικήθηκαν οι οπλαρχηγοί της Μεσαράς σκοτώνοντας τον γενίτσαρο Αγριολίδη (Αύγουστος 1828). Το ακέφαλο πτώμα του μεταφέρθηκε στο Ηράκλειο και αυτό εξαγρίωσε τον μουσουλμανικό όχλο, ο οποίος προχώρησε στη σφαγή 800 περίπου ατόμων στην πόλη του Ηρακλείου και στα περίχωρα. Αυτό έμεινε στη μνήμη του λαού, ως «ο αρπεντές του Αγριολίδη». Στα Χανιά ο Μουσταφά πασάς δεν παρακίνησε τον όχλο να προβεί σε όμοιες ωμότητες, γιατί φοβόταν την αντίδραση των Μ. Δυνάμεων.
Οι σφαγές του αμάχου πληθυσμού στην Κρήτη από τους Τούρκους προκάλεσαν την αγανάκτηση των Ευρωπαίων. Έτσι, τον Οκτώβριο 1828 αγγλικός και γαλλικός στόλος κατέφθασαν στο λιμάνι της Σούδας και ο ναύαρχος Μάλκολμ μεσολάβησε για την κατάπαυση του πυρός συνάμα εμποδίζοντας απόβαση τουρκοαιγυπτιακών ενισχύσεων στο νησί. Αυτή την ευνοϊκή στάση έναντι της Κρήτης θέλησε να εκμεταλλευθεί ο Καποδίστριας. Τον Νοέμβριο του 1828 έστειλε τον αντιπρόσωπό του Εμμ. Τομπάζη, για να συνεννοηθεί με τους οπλαρχηγούς για την κατάληψη της Σητείας. Ένα ισχυρό εκστρατευτικό σώμα οργανώθηκε στις αρχές Δεκεμβρίου 1828. Ο σκοπός επετεύχθη και η πόλη καταλήφθηκε. Όμως οι επαναστάτες επιδόθηκαν στην λαφυραγωγία, ενθουσιασμένοι από τις νίκες τους. Οι Τούρκοι όμως αντέδρασαν δυναμικά. Ένα στρατιωτικό σώμα 4.000 ανδρών κινήθηκε προς τη Σητεία την οποία ανακατέλαβε χωρίς αντίσταση, αιχμαλωτίζοντας πολλούς χριστιανούς. Λίγοι Σφακιανοί έμειναν να πολιορκούν το φρούριο της Ιεράπετρας.
Η επανάσταση διατηρήθηκε ζωντανή για λίγους μήνες ακόμη του 1829 σε ολόκληρο το νησί. Η ύπαιθρος ελεγχόταν από τους επαναστάτες, ενώ οι Τούρκοι ήταν απομονωμένοι στην ασφάλεια των τριών μεγάλων φρουρίων, των Χανίων, του Ρεθύμνου και του Ηρακλείου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου