ΚΡΗΤΗ

ΚΡΗΤΗ

Τρίτη 2 Φεβρουαρίου 2010

ΕΙΣΑΓΩΓΗ


Η Κρήτη, ως ένα στρατηγικώτατο γεωγραφικό σημείο στην λεκάνη της ανατολικής Μεσογείου, ενωρίς προσέλκυσε το «ενδιαφέρον» πολλών κατακτητών. Η γεωπολιτική σημασία του νησιού ήταν ο πρωταρχικός παράγοντας που εξώθησε τόσους κατακτητές να κινηθούν εναντίον του. Όντας στο εμπορικό σταυροδρόμι Δύσης και Εγγύς Ανατολής, αποτελούσε εξαίρετο σημείο για τον έλεγχο των θαλασσίων δρόμων και για τη διεξαγωγή επικερδούς εμπορίου.
Στο τέλος του 4ου αιώνα με τις διοικητικές αλλαγές που πραγματοποιήθηκαν, η επαρχία του Ιλλυρικού υπήχθη στη δικαιοδοσία του ανατολικού ρωμαϊκού κράτους, δηλαδή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Έτσι με αυτήν τη μετατροπή στη διαχείριση των διοικητικών δεδομένων της αυτοκρατορίας, η Κρήτη, ούσα τμήμα του Ιλλυρικού, εντάχθηκε και αυτή στην επικράτεια του Βυζαντίου.
Την ήσυχη ζωή της μακρινής αυτής επαρχίας διετάρασσαν ενίοτε κάποιες επιδρομές Βανδάλων (6ος αιώνας), Σλάβων (623), αλλά χωρίς ιδιαιτέρα σοβαρότητα. Αντιθέτως, οι επιδρομές των Αράβων είχαν μεγάλη σπουδαιότητα, καθώς το κύριο κίνητρο ήταν να εγκαθιδρύσουν μια μόνιμη κατοχή, αποσκοπώντας αποκλειστικά στο οικονομικό όφελος. Η παλαιότερη γνωστή επιδρομή των Αράβων, που αναφέρεται από τις αφηγηματικές πηγές, έγινε το 654, όταν επέστρεφαν από μια λεηλασία του νησιού της Κω. Οι καταστρεπτικές αυτές επιθέσεις εξακολούθησαν να υφίστανται σε όλη τη διάρκεια του 8ου αιώνα και κορυφώθηκαν στις αρχές του 9ου αιώνα, οδηγώντας στην υποδούλωση του νησιού από Άραβες προερχομένους από την Κόρδοβα της Ισπανίας, το 829. Το Βυζάντιο δεν έμεινε άπρακτο, αφού σχεδίαζε και απέστελλε εκστρατευτικά σώματα για την απελευθέρωση της πολύτιμης κτήσης του όλον τον 9ο αιώνα και μέχρι τα μέσα του 10ου, ώσπου ο Νικηφόρος Β’ Φωκάς ήταν ο στρατηγός που έδρεψε τη δόξα της ανάκτησης του νησιού από τους αλλόφυλους κατακτητές.
Η β’ βυζαντινή περίοδος κυριαρχίας στο νησί διήρκεσε από το 961 έως το 1204, όπου συνέβη η άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τα φραγκικά στρατεύματα της Δ’ Σταυροφορίας. Αφού η βυζαντινή αρχή καταλύθηκε, η επικράτεια της αυτοκρατορίας διαιρέθηκε και μοιράστηκε ανάμεσα στους κατακτητές. Η Κρήτη περιήλθε στην διοικητική εξουσία του Βονιφατίου του Μομφερρατικού, ο οποίος την πώλησε στους Βενετούς για ένα ευτελές ποσό, προκειμένου να απαλλαγεί από μια κτήση, που του ήταν ανέφικτο να διοικήσει και να διαχειρισθεί. Έτσι άρχισε για το νησί μία νέα περίοδος στυγνής δουλείας: η Βενετοκρατία (1204-1669). Οι Βενετοί εγκατέστησαν ένα απηνές καθεστώς κυριαρχίας, χρησιμοποιώντας παράλληλα τον εποικισμό για να ενισχύσουν και να παγιώσουν την κυριαρχία τους. Όμως οι Κρήτες είχαν τη φυσική τους ηγεσία, τα μέλη των αρχοντικών οικογενειών του νησιού, που δεν ήταν καθόλου πρόθυμη να αποποιηθεί τα προνόμια που απολάμβανε έως τότε. Η συνέπεια ήταν να ξεσπάσουν αλλεπάλληλες επαναστάσεις που συγκλόνιζαν την Κρήτη για αιώνες. Γενικά, οι εξεγέρσεις αυτές υποδαυλίζονταν από τους εντόπιους Κρήτες άρχοντες, για να αντιταχθούν στη βενετική εξουσία και να περιορίσουν την αυθαιρεσία της. Σκοπός των Βενετών ήταν να καταφέρουν να δεσμεύσουν τη δυναμική αυτής της αριστοκρατικής τάξης, με σκοπό να θέσουν υπό τον έλεγχό τους ολόκληρο τον πληθυσμό και να επιτύχουν την επιποθούμενη γι’ αυτούς κοινωνική γαλήνη και ομαλότητα. Γι’ αυτό οι επαναστάσεις που εξερράγησαν καθ’ όλη τη διάρκεια της Βενετοκρατίας θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν κοινωνικού χαρακτήρα ως επί το πλείστον, και όχι ότι αφορμώντο από εθνικιστικά ελατήρια. Αποσκοπούσαν στην διατήρηση του κοινωνικού status των αρχοντικών οικογενειών του νησιού ή καλύτερα ακόμη στην προώθηση και βελτίωση της θέσης τους γενικότερα.
Η βενετική κυριαρχία τερματίστηκε το 1669, όταν ο τουρκικός στρατός μετά από μακρόχρονη πολιορκία του Χάνδακα (Ηρακλείου Κρήτης) κατέλαβε την πόλη και οριστικοποίησε την οθωμανική κυριαρχία στην Κρήτη. Η τουρκική δουλεία ήταν επαχθέστατη, καθώς οι Οθωμανοί προχώρησαν και στον ευρύ εξισλαμισμό των κατοίκων, γεγονός πολύ επικίνδυνο για την εθνολογική και πολιτισμική ταυτότητα των Κρητών. Όμως και πάλι η Κρήτη δεν έμεινε άπραγη, μπροστά στον βάρβαρο εισβολέα. Οι Κρήτες συνασπίσθηκαν γύρω από τοπικούς οπλαρχηγούς και με όπλα τη θέληση και την πολεμική ορμή, ξεκίνησαν δεκάδες επαναστάσεις κατά των Τούρκων, ιδίως τον 19ο αιώνα, όταν όλη η Ευρώπη εφλέγετο από παρόμοιου είδους κινήματα. Οι επαναστάσεις όμως των Κρητών ήταν εθνεγερτικές με εθνικό χαρακτήρα, που στόχευαν στην οριστική απομάκρυνση του βάρβαρου δυνάστη και στην βαθμιαία ένταξη του νησιού στο πρώτο νεοελληνικό κράτος που θα σχηματιζόταν.
Οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν παρέμειναν αμέτοχες σε όλη αυτή τη διαδικασία. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο προσπαθούσαν να επιβάλουν τη δική τους πολιτική γραμμή, η καθεμιά αναλόγως με τα συμφέροντά της. Η συγκλίνουσα όμως παράμετρος στον πολιτικό χειρισμό όλων ήταν η διατήρηση του πολιτικού status quo της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αυτό σήμαινε ότι στους αγώνες των Κρητών κράτησαν μια επίζηλη ουδετερότητα, που αν μη τι άλλο δεν άρμοζε στο διεθνές πρόσωπο των χριστιανικών δυνάμεων· όμως τα πολιτικά συμφέροντα άλλα υπαγορεύουν. Μόνο κατά το τέλος του 19ου αιώνα, που τα πράγματα στην Κρήτη είχαν ξεφύγει από κάθε έλεγχο και με την απειλή ταραχών στις μεγάλες πόλεις, οι Μεγάλες Δυνάμεις αποφάσισαν να παρέμβουν δυναμικά και να αναγκάσουν τους Τούρκους να αποχωρήσουν από το νησί. Εγκαταστάθηκε καθεστώς αυτονομίας το οποίο ελεγχόταν από τις ξένες δυνάμεις και διήρκεσε έως το 1913, που επετεύχθη οριστικώς η ένωση με την μητέρα-Ελλάδα και έθεσε τέρμα στους τιτάνιους αγώνες των Κρητών για ελευθερία.






















































Α’ ΒΕΝΕΤΟΚΡΑΤΙΑ
(1204-1669)


























Κεφάλαιο 1ο -Η κατάκτηση της Κρήτης από τους Βενετούς


Η Δ’ Σταυροφορία και η αγοραπωλησία της Κρήτης από τους Βενετούς

Η Δ’ Σταυροφορία είχε ολέθριες και καταστρεπτικές συνέπειες για την ολόκληρη τη βυζαντινή αυτοκρατορία. Με την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τα στρατεύματα των Σταυροφόρων, η αυτοκρατορία ως κρατική υπόσταση διαλύθηκε, αλλά το κέντρο εξουσίας μεταφέρθηκε περιφερειακά, όπως στη Νίκαια, όπου και δημιουργήθηκε η ομώνυμη αυτοκρατορία, που αργότερα διεκδίκησε τα πρωτεία στην ανακατάληψη της πρωτεύουσας της αυτοκρατορίας. Στα εδάφη της ελληνικής χερσονήσου ιδρύθηκαν ποικίλα και ποικιλώνυμα κρατίδια από τους Φράγκους ηγεμόνες. Έτσι άρχισε μία νέα περίοδος για τον ελληνισμό: η Φραγκοκρατία.
Στον κυκεώνα αυτών των γεγονότων αναμίχθηκε και η Κρήτη ήδη από τον Μάη του 1203. Ο πρίγκιπας Αλέξιος (μετέπειτα συναυτοκράτορας με τον πατέρα του ως Αλέξιος Δ’ Άγγελος), γιος του απομακρυνθέντος αυτοκράτορα Ισαακίου Β’ Αγγέλου, προσεταιρίσθηκε τους αρχηγούς των Σταυροφόρων για να εξασφαλίσει την αποκατάσταση του πατέρα του στον θρόνο και κατά συνέπεια να διατηρήσει τα δικαιώματα διαδοχής επί του θρόνου. Προέβαλε πολλές και δελεαστικές προτάσεις στους Φράγκους ηγεμόνες, προκειμένου να τους διεγείρει το ενδιαφέρον και να τους ωθήσει να συνδράμουν στον στόχο του. Ανάμεσα στις πολλές προτάσεις που έκανε, περιλαμβανόταν και το νησί της Κρήτης που την υποσχέθηκε να την δώσει στον Βονιφάτιο τον Μομφερρατικό. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204, με την περιώνυμη συνθήκη Partitio Romaniae («Διανομή της Ρωμανίας») σύμφωνα με την οποίαν οι Σταυροφόροι διαμοίρασαν μεταξύ τους τα εδάφη της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, αναγνωρίσθηκε το δικαίωμα στον Βονιφάτιο να καταλάβει την κτήση του. Η κτήση όμως αυτή ήταν μια παραχώρηση στον Βονιφάτιο χωρίς ουσία, γιατί ο ίδιος δεν διέθετε τα κατάλληλα μέσα για να κινητοποιηθεί στρατιωτικά και, παράλληλα, δεν επιθυμούσε να αναλάβει καινούριες ναυτικές περιπέτειες.
Ο ευφυέστατος και πανούργος δόγης της Βενετίας Ερρίκος Δάνδολος αντιλήφθηκε τη σημασία αυτής της απρόσμενης ευκαιρίας, δηλαδή της μη εκμετάλλευσης από τον Βονιφάτιο μιας κατ’ εξοχήν επωφελούς οικονομικά κτήσης, και έσπευσε να οικειοποιηθεί το όφελος, που πιθανώς θα προέκυπτε. Οι εκπρόσωποι του δόγη προσέφεραν στον Βονιφάτιο ποικίλα χρηματικά και πολιτικά ανταλλάγματα και έτσι τον έπεισαν να προχωρήσει στην πώληση της Κρήτης στην Γαληνοτάτη Δημοκρατία του Αδρία. Η συμφωνία παρέμεινε μυστική. Υπογράφθηκε στην Αδριανούπολη στις 12 Αυγούστου του 1204. Εκεί παρίσταντο ως εντολοδόχοι του δόγη, ο Μάρκος Σανούδος και ο Ραβάνης ντε λα Κάρκερη από τη Βερόνα. Η Βενετία κατέβαλε στον μαρκήσιο Βονιφάτιο το ευτελέστατο ποσό των 1.000 μάρκων αργύρου.


Διαμάχη Γενουατών και Βενετών για την κατοχή της Κρήτης


Το σχέδιο που συνέλαβε ο Δάνδολος ήταν εξαιρετικά έξυπνο. Κατέχοντας την Κρήτη η Βενετία θα αποκτούσε τον πλήρη έλεγχο της νοτίου Μεσογείου, θα συμπλήρωνε το πλαίσιο των νησιωτικών της κτήσεων και κατ’ επέκτασιν θα δημιουργούσε μία οικονομική γέφυρα για την εμπορική της δραστηριότητα στην Αίγυπτο και την Εγγύς Ανατολή. Η εξέχουσα θέση της Κρήτης στην ανατολική Μεσόγειο θα προσέδιδε στην Βενετία την απόλυτη κυριαρχία στην θάλασσα.
Στην δεδομένη περίσταση όμως η αναβλητικότητα, που διέκρινε τους Βενετούς στο να καταλάβουν την Κρήτη, πληρώθηκε με μεγάλο τίμημα. Η αιτία αυτής της αργοπορίας οφειλόταν στο ότι οι Βενετοί ήταν απασχολημένοι στο να εδραιώσουν την εξουσία τους στις υπόλοιπες κτήσεις που είχαν στην Πελοπόννησο και στη θάλασσα του Αιγαίου. Το γεγονός όμως αυτό το εκμεταλλεύθηκαν οι Γενουάτες, το αντίπαλο ναυτικό και οικονομικό δέος της Βενετίας, και προσπάθησαν πρώτοι να αποβιβασθούν στην Κρήτη και να την καταλάβουν. Ο θαρραλέος Γενουάτης πειρατής και κόμης της Μάλτας, Ερρίκος Πεσκατόρε, φανατικός εχθρός των Βενετών, κατέλαβε το 1206 ένα εκτεταμένο μέρος της κεντρικής Κρήτης με τη συνεπικουρία του φίλου του Αλαμάνο ντα Κόστα. Ο τυχοδιώκτης αυτός Γενουάτης κατέλαβε τα τρία μεγάλα φρούρια του νησιού, Χάνδακα, Σητεία και Ρέθυμνο, τα οποία και οχύρωσε. Επίσης, έκτισε άλλα μικρότερα σε επίκαιρες θέσεις, προκειμένου να ελέγχει καλύτερα την ενδοχώρα. Ένα γεγονός δυσερμήνευτο είναι ότι δεν συνάντησε αντίσταση καθόλου από τον εντόπιο πληθυσμό. Η πιο πιθανή εκδοχή είναι ότι οι ντόπιοι θεώρησαν ότι οι Γενουάτες θα τους απάλλασσαν από τους μισητούς Βενετούς, που είχαν εξευτελίσει το νησί τους, καθώς αποτέλεσε αντικείμενο αγοραπωλησίας. Από την άλλη πλευρά θα ωφελούνταν και οι Γενουάτες, γιατί έτσι θα χρησιμοποιούσαν για τα σχέδιά τους έναν καινούριο εχθρό κατά των Βενετών: τους δυσαρεστημένους Κρητικούς.
Οι Βενετοί καταθορυβήθηκαν από την δράση των Γενουατών στην Κρήτη και απέστειλαν αμέσως στρατό και στόλο (1207). Επικεφαλής αυτής της επιχείρησης ετέθησαν οι Ρενιέρι Δάνδολο και Ρουτζέρο Πρεμαρίνο. Η στρατιωτική αυτή επιχείρηση κατέληξε σε παταγώδη αποτυχία. Μία νέα εκστρατεία οργανώθηκε με αρχηγό τον Τζάκομο Λόνγκο (1208). Μετά από κάποιες συγκρούσεις, την άνοιξη του 1209 οι Βενετοί κυρίευσαν το φρούριο του Παλαικάστρου, βορειοδυτικά του Χάνδακα (σημερινό Ηράκλειο Κρήτης). Η Βενετία ήταν αποφασισμένη να ανακαταλάβει την Κρήτη με κάθε θυσία που θα χρειαζόταν, ενώ η Γένουα δεν μπορούσε να βοηθήσει πλέον τον Πεσκατόρε. Οι πολεμικές επιχειρήσεις εξακολούθησαν μέχρι το 1212. Ο πρώτος Βενετός Δούκας της Κρήτης κατόρθωσε να επιβληθεί στον Γενουάτη αντίπαλό του και να τον αναγκάσει να εγκαταλείψει το νησί με συνθήκη. Γενουατικές εστίες αντίστασης παρέμειναν ζωντανές μέσα στο νησί, που συνέχισαν έναν μάταιο και ανώφελο αγώνα μέχρι το 1217. Η παράδοση του Αλαμάνο ντα Κόστα στους Βενετούς και η οριστική συνθήκη με τη Γένουα, που υπογράφθηκε στις 11 Μαΐου 1217, τερμάτισαν τη διαμάχη μεταξύ των ναυτικών δημοκρατιών για την κατοχή της Κρήτης. Οι Γενουάτες όμως προσπάθησαν για δεύτερη φορά να αποσπάσουν τον νησί από την κυριαρχία της Βενετίας, περίπου στα τέλη του 13ου αιώνα. Ούτε όμως αυτή η προσπάθεια τελεσφόρησε. Η Βενετία ήταν ο απόλυτος κυρίαρχος του νησιού. Έτσι άρχισε για το νησί μία νέα περίοδος σκληρής και απάνθρωπης δουλείας, που προκάλεσε πληθώρα εξεγέρσεων και κόστισε ακριβά στη Βενετία σε χρήμα και έμψυχο υλικό.


Παγίωση της βενετικής κυριαρχίας στην Κρήτη

Η ολοκληρωτική κατάκτηση μιας τόσο εκτεταμένης και μακρινής περιοχής, της οποίας ο πληθυσμός ήταν εξαιρετικά εχθρικός, αποτελούσε για τους Βενετούς ένα πολύ σημαντικό πρόβλημα. Ως πρώτος δούκας της Κρήτης εστάλη ο Ιάκωβος Τιέπολο το 1209. Η κίνηση αυτή απετέλεσε μία σοφή πολιτική ενέργεια. Ο Τιέπολο είχε επιφορτισθεί με το καθήκον να αποδιώξει τους τελευταίους Γενουάτες που είχαν απομείνει στο νησί και προέβαλλαν κάποια αντίσταση και να θέσει τις βάσεις για την όσον το δυνατόν επωφελέστερη οικονομική εκμετάλλευση της νεοαποκτηθείσης επαρχίας. Μία άλλη παράμετρος που έπρεπε να ληφθεί υπ’ όψιν ήταν και οι ενδεχόμενες αντιδράσεις του ντόπιου πληθυσμού και να είναι έτοιμη η βενετική διοίκηση να τις καταστείλει. Για να ευοδωθούν όλα τα παραπάνω έπρεπε να εγκατασταθεί και να οργανωθεί ένας ισχυρός βενετικός πυρήνας στο νησί. Αυτό θα ήταν κατορθωτό μόνο με την αποστολή εποίκων με βενετική υπηκοότητα. Μετά από κάποια διαβήματα του Τιέπολο η Βενετία έλαβε την απόφαση να αποστείλει στην Κρήτη εποίκους από τις μεγάλες οικογένειες της μητρόπολης, εφαρμόζοντας έτσι ένα σύστημα στρατιωτικού εποικισμού, που θα επέτρεπε στις βενετικές αρχές της Κρήτης να κινητοποιηθούν άμεσα και με ασφάλεια σε κάποια ενδεχόμενη επαναστατική ενέργεια των ντόπιων. Οι Βενετοί έποικοι θα λάμβαναν ως φέουδα τις εκτάσεις της πλέον εύφορης κρητικής γης και ως αντάλλαγμα θα προσέφεραν τις στρατιωτικές τους υπηρεσίες και την πίστη τους στην μητρόπολη. Το διάταγμα που αφορούσε την πρώτη αποστολή υπεγράφη στη Βενετία στις 10 Σεπτεμβρίου 1211. Η ονομασία αυτού του εγγράφου είναι το Παραχωρητήριο έγγραφο (Carta Concessionis), ένα είδος σύμβασης της μητρόπολης με τους εποίκους της.
Οι πρώτοι έποικοι αναχώρησαν από τη Βενετία στις 20 Μαρτίου του 1212. Αποτελούνταν από 132 ευγενείς ή ιππότες και από 48 δημοτικούς ή πεζούς. Ακολούθησε ένας δεύτερος εποικισμός το 1222 και άλλοι δύο, το 1233 και το 1252. Οι έποικοι της τελευταίας αποστολής έκτισαν τα Χανιά πάνω στα ερείπια της αρχαίας Κυδωνίας. Σε μεταγενέστερες εποχές έγιναν και άλλοι εποικισμοί αλλά μικρότερης κλίμακας. Στον 13ο αιώνα εγκαταστάθηκαν στην Κρήτη περίπου 10.000 Βενετοί έποικοι. Ο αριθμός αυτός ήταν υπερβολικά μεγάλος για τα στατιστικά δεδομένα της ίδιας της Βενετίας και αυτό καταδεικνύει την ύψιστη σπουδαιότητα που απέδιδε η Βενετία στην κτήση της.
Σκοπός της Βενετίας δεν ήταν να εγκαθιδρύσει στην Κρήτη ένα φεουδαρχικό σύστημα πλήρως εναρμονισμένο στα δυτικά πρότυπα. Για λόγους πολιτικής και λόγω στρατιωτικής σκοπιμότητας θέλησε να δημιουργήσει ένα πολίτευμα όμοιο με το δικό της. Έτσι η Κρήτη κατέστη η «Βενετία της Ανατολής». Όλη η Κρήτη απετέλεσε μία ενιαία διοικητική περιφέρεια, που έλαβε το όνομα «Βασίλειο της Κρήτης» (Regno di Candia). Στην Κρήτη υπάγονταν διοικητικά και τα νησιά της Τήνου και τα Κύθηρα.
Το νησί διαιρέθηκε σύμφωνα με το βενετικό πρότυπο σε έξι τμήματα, τα λεγόμενα σεξτέρια και είχαν ως εξής:

1. Σεξτέριο των Αγίων Αποστόλων. Περιλάμβανε τις περιοχές Σητείας, Ιεράπετρας, Λασιθίου και Μιραμπέλλου, δηλαδή όλον περίπου το νομό του σημερινού Λασιθίου.
2. Σεξτέριο του Αγίου Μάρκου. Περιοχές του Ριζοκάστρου και της Πεδιάδας.
3. Σεξτέριο του Σταυρού. Περιοχές Μονοφατσίου, Καινούργιου και Πυργιώτισσας.
4. Σεξτέριο του Καστέλλου. Περιοχές Μυλοποτάμου, Αρίου και Απάνω Συβρίτου (Αμαρίου).
5. Σεξτέριο του Αγίου Παύλου. Περιοχές Καλαμώνος, Κάτω Συβρίτου και Ψυχρού.
6. Σεξτέριο του Dorsoduro. Περιοχές των Χανίων, Κισάμου και Σελίνου.

Το διοικητικό αυτό σχήμα διατηρήθηκε σε ισχύ για 100 χρόνια περίπου. Όμως από τις αρχές του 14ου αιώνα η Κρήτη διαιρέθηκε σε τέσσερα μεγάλα διαμερίσματα (territoria), που αντιστοιχούσαν περίπου στου σημερινούς νομούς:

Διαμέρισμα του Χάνδακα (Candia). Ήταν το μεγαλύτερο σε έκταση και περιλάμβανε το σημερινό νομό με τις επτά επαρχίες του, την επαρχία Μιραμπέλλου και το οροπέδιο Λασιθίου.
Διαμέρισμα του Ρεθύμνου. Περιλάμβανε τις σημερινές τέσσερεις επαρχίες του νομού.
Διαμέρισμα των Χανίων. Περιλάμβανε τις σημερινές επαρχίες Κυδωνίας, Αποκόρωνα, Κισάμου και Σελίνου.
Διαμέρισμα Σητείας. Περιλάμβανε τις σημερινές επαρχίες Σητείας και Ιεράπετρας.

Η περιοχή των Σφακίων δεν υποτάχθηκε ποτέ ολοκληρωτικά από τους Βενετούς. Τη βενετική εξουσία ασκούσε εδώ ένας Προνοητής, που εξαρτάτο διοικητικά άλλοτε από τον Χάνδακα και άλλοτε από τα Χανιά.
Ουσιαστικά η διοικητική διαίρεση της Κρήτης ήταν ένα πιστό αντίγραφο μικρότερης κλίμακας του μητροπολιτικού συστήματος διοίκησης. Την ανώτατη πολιτική εξουσία κατείχε ο δούκας, ο οποίος εκλεγόταν από τις επιφανέστερες οικογένειες της Βενετίας. Έδρα είχε τον Χάνδακα και η θητεία του ήταν διετής. Την εξουσία του ασκούσε με τη βοήθεια δύο συμβούλων, των οποίων η θητεία ήταν επίσης δύο χρόνων. Ο δούκας και οι δύο του σύμβουλοι συνιστούσαν την Αυθεντία της Κρήτης. Στις άλλες πρωτεύουσες των νομών την εξουσία είχαν ως πολιτικοί διοικητές, οι ρέκτορες, που όμως κατείχαν και κάποια περιορισμένη στρατιωτική εξουσία.
Ένα άριστα οργανωμένο πλήθος υπαλλήλων ήταν επιφορτισμένο για την εκτέλεση του έργου της διοίκησης. Οι πιο πολλοί διορίζονταν απ’ ευθείας από τη Βενετία την οποίαν υπηρετούσαν με άκρα αφοσίωση. Σημαντική θέση στην υπαλληλική κυριαρχία είχαν οι οικονομικοί υπάλληλοι. Κάθε διαμέρισμα διατηρούσε το δικό του ταμείο. Στην κατώτερη ιεραρχία ανήκαν οι δικαστές και οι αστυνόμοι. Οι δημόσιες θέσεις καταλαμβάνονταν αποκλειστικά από Βενετούς ή από άλλους Ιταλούς. Το μοναδικό επάγγελμα που επιτρεπόταν στους ντόπιους να ασκούν ήταν αυτό του νοταρίου, δηλαδή του συμβολαιογράφου.
Αναφορικά με τον στρατιωτικό έλεγχο της Κρήτης, αυτός επετεύχθη με την ίδρυση φρουρίων σε επίκαιρες θέσεις και με την ύπαρξη ετοιμοπόλεμου στρατού. Την αρχηγία του στρατού είχε ο στρατιωτικός διοικητής του Χάνδακα. Την εποπτεία του ναυτικού είχε ο αρχιναύαρχος του βενετικού στόλου, ο οποίος ήταν στην κορυφή της ιεραρχίας των αρχών της Κρήτης. Οι Βενετοί φεουδάρχες ήταν υποχρεωμένοι να υπηρετούν στις γαλέρες ως κυβερνήτες.
Σε ιδιαιτέρως κρίσιμες περιπτώσεις η Βενετία έστελνε στην Κρήτη έναν Γενικό Προβλεπτή, με απόλυτες εξουσίες στα στρατιωτικά ζητήματα. Έτσι με αυτές τις εξουσίες είχε στα χέρια του απόλυτα τη διοίκηση της Κρήτης. Ο θεσμός αυτός έγινε μόνιμος από το 1569, όταν ο τουρκικός κίνδυνος ήταν εμφανέστατος για τη Βενετία. Ο Γενικός Προβλεπτής εκλεγόταν από τα επισημότερα γένη της Βενετίας. Πολλοί από τους Προβλεπτές αργότερα, αν είχαν επιτυχημένη πολιτική πορεία, γίνονταν δόγηδες της μητρόπολης. Οι βενετικές αρχές της Κρήτης πολλές φορές εξέφραζαν παράπονα στη μητρόπολη για τον παραγκωνισμό τους από αυτές τις υπερεξουσίες των Γενικών Προβλεπτών, εν τούτοις όμως ο θεσμό αυτός αποδείχθηκε πλειστάκις χρήσιμος και σωτήριος σε περιπτώσεις εντόνων κρίσεων στο νησί. Η θητεία των Προβλεπτών ήταν διετής και με τη λήξη της θητείας τους υπέβαλλαν λεπτομερή αναφορά στη μητρόπολη για τα πεπραγμένα τους και για τη γενικότερη κατάσταση του Βασιλείου της Κρήτης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου